από την Μάρθα Πατλακουτζά.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη από ποίηση. Ο μύθος είναι ποίηση και η ποίηση έχει τη δική της αλήθεια, λέει η ψυχαναλύτρια, Francoise Dolto

Είναι ένας μύθος ή κάτι παραπάνω;

Στα παιδικά μου χρόνια ο Άγιος Βασίλης δεν ήταν ένα πρόσωπο που απλά φορούσε κόκκινα σύμφωνα με τις επιταγές της γνωστής εταιρείας αναψυκτικών.

Ήταν ο δικό μας Μέγα Βασίλειος, ο οποίος έφτιαξε κοντά στην Καισαρεία μια ολόκληρη πόλη, που ονομάστηκε Βασιλειάδα και ήταν γεμάτη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.λπ., ιδρύοντας και καθιερώνοντας τη διανομή αγαθών σε φτωχές οικογένειες.

Για μένα ως παιδί που μόλις είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τον κόσμο ήταν η αγάπη. Ήταν το δόσιμο, η έκπληξη, η μαγεία.

Το παλιό νεοκλασικό αρχοντικό της Βασιλίσσης Όλγας άνοιγε τις βαριές πόρτες του. Τα σανίδια έτριζαν και τα ποντικάκια κάτω είχαν γιορτή. Στους τοίχους και στου πάγκους απλωμένα πολύχρωμα παιχνίδια και στολίδια που λαμπύριζαν το ένα πιο πολύ από το άλλο.

Κάθε μέρα τα Χριστούγεννα ήμουν εκεί. Ποτέ μου δεν είχα ψωνίσει κάτι, γιατί δραχμές περίσσιες δεν υπήρχαν.

Όμως…

Και εδώ υπάρχει ένα όμορφο όμως. Χαζεύοντας όλη αυτή τη λάμψη το όνειρο ξεκινούσε. Ήταν ένα όνειρο τεράστιο, θαυματουργό, ζωντανό κι εγώ χωνόμουν εκεί μέσα για όλο το διάστημα των γιορτών και έπαιρνα δύναμη ως τις επόμενες γιορτές.

Τώρα πια αυτό το κτίριο στέκει μισογκρεμισμένο, άθλιο με στοιχειωμένα τα δικά μου όνειρα. Το βλέπω και δακρύζω. Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω στο δικό μου χθες. Μου ανήκει και τίποτα δεν μπόρεσε, όσα χρόνια κι αν πέρασαν να μου το γκρεμίσει κανείς.

Ποιο ήταν το όνειρό μου;

Το θαύμα.

Πάντα κάθε χρονιά ένα μικρό θαύμα θύμιζε όχι μόνο τη γέννηση του Χριστού, αλλά τη νίκη της απόλυτης αγάπης.

Μέσα στα φτωχικά χρόνια της δεκαετίας του 1970 με τη χούντα και τη μεταπολίτευση, το δώρο ήταν το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο μου. Όταν ο αγώνας για επιβίωση ήταν μια ρουτίνα, μία κούκλα με πράσινα μαλλιά, που μου είχε φέρει μια χρονιά ο Άγιος Βασίλης ήταν κάτι μαγικό.

Και όταν ο πατέρας μου κάποια στιγμή για να με τιμωρήσει που δεν μάζευα τα παιχνίδια μου την πέταξε στα σκουπίδια, την έψαξα. Χώθηκα μέσα στη στοίβα, γιατί τότε δεν υπήρχαν κάδοι, αλλά μόνο κολόνες της ΔΕΗ που από κάτω στοιβάζανε ότι πετούσε ο καθείς. Έψαχνα… έψαχνα… ώσπου και πάλι το θαύμα έγινε. Τη βρήκα να με περιμένει. Την καθάρισα, της μίλησα και ακόμα είναι το παιχνίδι που για σαράντα χρόνια δε θα χάσω από τα μάτια μου.

Γιατί το δικό μου όνειρο ακόμα και τώρα είναι το θαύμα της αγάπης.

Αν ξαναπείτε πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, είναι σαν να λέτε πως δεν υπάρχει αγάπη.

Και ρωτώ υπάρχει αγάπη;