από την Μάρθα Πατλακουτζά.
Παλιό και νέο, πόνος και λύπη, χώμα και ουρανός.Κι εσύ κάπου στη μέση ονειρεύεσαι τη ζωή.
Να βγει σεργιάνι η καρδιά.
Να μπολιάσει την ψυχή.
Να μερέψει το θεριό του έρωτα.
«Γιατί κυρά μου θέλεις πλούτη, μεγαλεία; Τι τα θέλεις τα άστρα του ουρανού στην ποδιά σου; Θάματι χωρούν στη χούφτα σου; Θάματι θα σε φτάσει μια ζωή να τα χαρείς;» ο νους του άντρα δεν χωράτευε. Αετός ήταν εκείνος και οι φτερούγες του άπλωναν ως τα πέρατα του κόσμου. Πατούσε στη γη μόνο για να ζευγαρώσει.
«Βάστα και λίγη υπομονή κύρη μου. Βάστα και λίγη φωτιά για μένα. Σε λαχταρώ και γίνομαι θάλασσα φουρτουνιασμένη. Μου ανήκεις. Η αιωνιότητα μας ανήκει. Την αγάπη σου έδωκα, δυνατό μου κοκκινέλι, σε στράγγισαν τα χείλη μου. Ανθός ήταν ο έρωτάς μας. Μπουμπούκιασε, μοσχομύρισε, μαράζωσε» ψιθύρισε και πότισε με το πνεύμα του οίνου κάθε ανάσα του ουρανού.
Τον αητό να μεθύσει γύρεψε, να νιώσει ξανά τον στεναγμό του στη σάρκα της. Στα χτες ήταν που είχε χορτάσει μεθύσι. Ένα ποτηράκι για να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Ένα ακόμα, ένα μόνο ακόμα.
Ξημέρωσε η ζωή της. Μια προσευχή έκαμε… το σούρουπο να αργούσε. Κουράστηκε για να τον αποκτήσει. Πώς να λησμονήσει την αρχοντιά του;
«Μπρε καστρόπορτες που έχει η ψυχή του ανθρώπου… Και πάνω που ο Αρχάγγελος σου δίνει το κλειδί ο λαβύρινθος του εγωισμού γελά. Καυχιέται για τα εφήμερα, για όσα σε έκαμε να πέσεις στα γόνατα…» είπε η ντάμα κούπα. Έπεσε πάνω από τον Ρήγα μπαστούνι και ο Βαλές έμεινε ρέστος να κοιτάζει σαν χάνος. Ίσως να ήταν ο μεγάλος χαμένος.
Μια τράπουλα είναι η ζωή.
Το χαρτί το δικό σου θα στροβιλιστεί αργά.
Πέφτει στο διάβα σου. Σε σένα μένει αν θα σκύψεις να το αρπάξεις ή θα το κλωτσήσεις πέρα.
Τι κι αν το λάθος το έκανες σοφία;
Τι κι αν το σκοτάδι γίνηκε στολίδι ακριβό καρφιτσωμένο στο στήθος;
Τι κι αν τα λόγια γίνηκαν κουρέλια;
Μια μάγισσα είσαι ζωή. Μυστικά φορτωμένη. Χαλάλι σου, ότι και να μου έκαμες θα έρθει η ώρα που θα το πληρωθείς.
Αλλοπαρμένη μου καρδιά, το μπόλι σου για πάντα θα γυρεύεις. Γιατί η καρδιά μια φορά μόνο αγαπά. Τα άλλα όλα είναι απλά τικ τακ, πουλιά του πάθους που μισεύουν για άλλη γη, για άλλα μέρη. Και μένω μοναχή να κόβω τσάρκες σε κάτι ανήλιαγα στενά.
Κάθισε κοντά μου. Ένα χάδι απόψε. Ο καημός να χορέψει. Ο παιδεμός να λησμονήσει το αύριο.
Πες μου, πώς να αρνηθώ το μπόλιασμα της ψυχής μου;