Γράφει ο Ερμής:
«Ερμή, ξέρεις γιατί αυτά τα λουλούδια ονομάζονται Καμπανούλες;» με ρώτησε ο Ζέφυρος καθώς με είδε να τα περιποιούμαι στον κήπο.
«Όχι, αλλά φαντάζομαι ότι θα μου πεις», απάντησα και κάθισα δίπλα του, συνηθισμένος πλέον από τον τρόπο του να ξεκινά την αφήγηση των ιστοριών του.
«Υπάρχει ένας μύθος που σχετίζεται με τα Χριστούγεννα και αναφέρεται σε ένα γεγονός που συνέβη πριν από πάρα πολλά χρόνια.
Κάποτε ζούσε μια μάγισσα που ήθελε να την υπακούν όλοι. Δεν δεχόταν ποτέ να της αντιμιλήσει κάποιος ή να φέρει αντιρρήσεις στις εντολές της. Ήταν τόσο ματαιόδοξη, που θεωρούσε ότι υπερείχε και δεν έσφαλλε ποτέ. Όποτε λοιπόν κάποιος τολμούσε να της αντιτεθεί, κουνούσε το μαγικό της ραβδί και αστραπιαία εκείνος έχανε τη φωνή του.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, όλοι στην Πολιτεία, έγιναν θύματα του παραλογισμού της, ακόμη και τα πουλιά. Κανείς πια δεν μπορούσε να αρθρώσει ήχους και ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας ήταν τα νοήματα. Οι άνθρωποι ήταν απελπισμένοι και προσπαθούσαν μάταια να λύσουν τα μάγια.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η γνώση πως ούτε τα κάλαντα, ούτε οι ευχές, ούτε καν οι εκκλησιαστικοί ύμνοι δεν θα συντρόφευαν την γιορτή, αύξανε τη λύπη όλων.
Ένα μικρό ξωτικό, που ζούσε στο κοντινό δάσος, άκουσε τα λουλούδια – που δεν είχαν χάσει την φωνή τους, γιατί η μάγισσα δεν καταλάβαινε τους ήχους τους – να συζητούν γι’ αυτό που συνέβη.
«Τι κρίμα», έλεγαν τα άνθη. «Πόσο άσχημες θα είναι φέτος οι γιορτές».
Το ξωτικό, μαθαίνοντας την ιστορία, θύμωσε με την εγωίστρια μάγισσα και αποφάσισε να βοηθήσει τους ανθρώπους να απαλλαγούν από τα δεσμά της.
Πήγε λοιπόν και βρήκε κάποια λουλουδάκια, που το σχήμα τους έμοιαζε με καμπάνα.
«Ξέρω πώς μπορούμε να επαναφέρουμε τους ήχους», είπε, «αλλά χρειάζομαι την βοήθειά σας».
Με δυο λόγια τούς εξήγησε το σχέδιο του και τα λουλουδάκια συμφώνησαν αμέσως.
Την αυγή της παραμονής των Χριστουγέννων, το ξωτικό πήρε ένα μπουκαλάκι με ένα κόκκινο υγρό κι έριξε δυο σταγόνες σε καθένα από τα λουλουδάκια.
Μόλις η σελήνη παραχώρησε τη θέση της στον ήλιο και πριν ακόμη εκείνος ανέβει ψηλά στον θρόνο του, το ξωτικό έδωσε το σύνθημα και τα λουλούδια άρχισαν να τραγουδούν με όλη τους τη δύναμη.
Το υγρό μετέτρεψε το άσμα τους σε μελωδία χαρμόσυνης καμπάνας, που πλημμύρισε την Πολιτεία.
«Ντιν – νταν – ντον. Ντιν – νταν – ντον».
Έκπληκτοι οι κάτοικοι ξύπνησαν και πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να εντοπίσουν την προέλευση των ήχων. Καθώς άνοιγαν τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών τους, η μελωδία τρύπωνε, τους αγκάλιαζε και διέλυε τα μάγια.
Σε ελάχιστο χρόνο, όλοι – άνθρωποι και ζώα – ξαναβρήκαν τη φωνή τους και ένωσαν το τραγούδι τους με αυτό των ανθέων.
Η μάγισσα θύμωσε πάρα πολύ. Αδύναμη όμως να νικήσει τη μαγεία των Χριστουγέννων, μάζεψε τα πράγματά της και εξαφανίστηκε.
Οι κάτοικοι της μικρής Πολιτείας γιόρτασαν χαρούμενοι και το ξωτικό ήταν ευτυχισμένο που τους βοήθησε. Όσο για τα λουλουδάκια, εκείνα κέρδισαν το όνομά τους: Καμπανούλες».
Συνταγή της Αμβροσίας: Καμπανούλες
Υλικά:
½ κιλό βούτυρο
½ κιλό ζάχαρη
½ κούπα γάλα
½ κουταλάκι του γλυκού σόδα
2 βανίλιες
7 αυγά
Αλεύρι (όσο πάρει – μισό μπλε, Νο 1 και μισό κόκκινο Νο 2).
Εκτέλεση:
Σε μια λεκάνη χτυπάμε το βούτυρο με τη ζάχαρη. Προσθέτουμε ένα – ένα τα αυγά και στη συνέχεια ρίχνουμε τη βανίλια, το γάλα (στο οποίο έχουμε διαλύσει τη σόδα) και το αλεύρι. Ζυμώνουμε τα υλικά και προσέχουμε η ζύμη να μην γίνει σφιχτή. Κόβουμε τη ζύμη με φόρμες σε σχήμα καμπανούλας και τοποθετούμε τα μπισκοτάκια σε βουτυρωμένο ταψί. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 180ο, περίπου 10΄- 15΄. Όταν ψηθούν και κρυώσουν τα βουτάμε σε άσπρη σοκολάτα και πασπαλίζουμε με φύλλα χρυσού, ζαχαροπλαστικής.