Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

Στη νουβέλα «Το Χαμένο Νησί» ο Μ. Καραγάτσης μεταφέρει την πραγματικότητα στον χώρο του φανταστικού. Το έργο έχει γραφτεί από το Νοέμβριο του 1941 έως τον Αύγουστο του 1942 και εκδόθηκε από το βιβλιοπωλείο της Εστίας το 1943.

Υπό την γραφή ημερολογίου, ο αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία ενός ναυτικού που ναυαγεί στο νησί της Τήλου. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου το χειρόγραφο, όπως αναφέρεται, «έχει λογικοφάνια, ειρμό και συνέπεια». Ο ήρωας – μοναδικός επιζών του πληρώματος ως φαίνεται αρχικά – προσπαθεί να καλύψει την ενοχή του από τους κατοίκους του νησιού. Μέσω ρεαλιστικών περιγραφών, τονίζονται τα συναισθήματα – και ιδίως η αίσθηση της μοναξιάς – των ναυτικών και των οικογένειών τους που χωρίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι δυσκολίες επιβίωσης σε ένα νησί, όταν οι καιρικές συνθήκες δεν επιτρέπουν στα πλοία να πλησιάσουν.

Στο δεύτερο μέρος καταγράφεται ότι «το κομματιαστό γράψιμο δίνεται χωρίς ημερομηνίες. Έτσι η ασάφεια του χρόνου μπερδεύει πιο πολύ τη θολούρα των περιστατικών. Ποια αιτία έκανε τον αρκετά – ως τα τώρα – λογικό και συνεπή άνθρωπο, να ξεστρατίσει στο χρονικό και λογικό παραλογισμό;»

Το νησί μεταφέρεται μυστηριωδώς στον Ειρηνικό ωκεανό και μετονομάζεται σε Ταϊλί. Από εκείνο το σημείο και μετά η ιστορία εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξαφανιστεί κάθε ίχνος των αληθινών γεγονότων, ενώ επικρατεί ένα βασικό στοιχείο της φανταστικής λογοτεχνίας. Η αντανάκλαση της πραγματικότητας μέσα από ένα παραμορφωτικό κάτοπτρο.

Ο χώρος λειτουργεί συμβολικά ως μέσο διαφυγής. Καθώς «Το Χαμένο Νησί» γράφτηκε κατά την περίοδο της Κατοχής, οι πράξεις των ηρώων και οι συνθήκες διαβίωσης, όπως η έλλειψη τροφής και η πείνα, αντιστοιχούν σε αυτές των κατακτημένων. «Να ζήσω», σκέφτεται ο ναυαγός και δεν διστάζει να γίνει ακόμη και δολοφόνος προκειμένου να επιβιώσει.

Παράλληλα τονίζεται ένα ελληνικό χαρακτηριστικό, δηλαδή η ανάγκη για ταξίδια και η γνωριμία νέων τόπων, σε αντιδιαστολή με την επεκτατική διάθεση των ξένων και δη την αποικιοκρατία.

Η δεξιοτεχνία του Καραγάτση στην ανάπλαση των αναμνήσεων του πρωταγωνιστή εντείνει την αδημονία του αναγνώστη για την λύση του μυστηρίου. Υπάρχει λογική εξήγηση για την μετακίνηση του νησιού; Είναι δυνατόν να πιστέψει κάποιος πως η αιτία είναι οι κατάρες της τρελής Χουχούς; Θα μπορούσε ίσως να είναι η τιμωρία των νησιωτών για την ανάρμοστη συμπεριφορά τους απέναντι σε μια ηλικιωμένη, που τολμά, έστω και με άκομψο τρόπο, να τους πει την άποψή της; Είναι μια απλή γυναίκα τελικά η Χουχού ή μήπως εξυπηρετεί την μορφοποίηση της αλήθειας και της θέλησης για ελευθερία; Και οι συμπατριώτες της γιατί την λιθοβολούν; Μήπως επειδή απαρνούνται να αποδεχθούν αυτό που αδυνατούν να κατανικήσουν;

Το αίσθημα του φόβου εντείνεται από την έξαρση των στοιχείων της Φύσης – την βροχή, τον άνεμο και στη συνέχεια την ασφυξία που προκαλεί η ζέστη – που εξυπηρετούν εντέλει τον παραλογισμό που οδηγεί στο θάνατο, αλλά και το ερωτικό πάθος, που επικεντρώνεται όμως στην σεξουαλικότητα και όχι στην αγάπη.

«Ν’ αγαπήσω… Όχι ν’ αγαπηθώ, μα ν’ αγαπήσω…», ζητά ο ήρωας, αλλά η πορεία του δεν τον οδηγεί στην κατάληξη που επιθυμεί.

Χάρη στην καλοδουλεμένη γλωσσική έκφραση και την ευκολία του Καραγάτση να ξεδιπλώνει τους χαρακτήρες των ηρώων του, «Το Χαμένο Νησί» κατατάσσεται αναμφίβολα στα καλύτερα έργα της ελληνικής πεζογραφίας.