από την Μαρία Πέττα
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια γωνία, σ’ ένα απόμερο μέρος του μυαλού όπου κυριαρχούσε το σκοτάδι, ζούσε η Κακία. Ήταν μια άσχημη γριά, με γαμψή μύτη και στραβό στόμα. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα και μακριά, λιγδιασμένα και βρομερά. Φορούσε πάντα ένα γκρίζο μυτερό καπέλο κι ένα μακρύ καφέ φόρεμα με δύο μεγάλες και βαθιές τσέπες στα πλάγια. Μέσα έχωνε πειρασμούς για να ξελογιάζει και να κάνει τους ανθρώπους να την καλοδεχτούν στις καρδιές τους. Τα μάτια της ήταν γουρλωτά, κόκκινα σαν αίμα και όσα δόντια της είχαν απομείνει ήταν κίτρινα σαν το λεμόνι. Για χρόνια ολόκληρα προσπαθούσε να μπει στις καρδιές των ανθρώπων και να κυριαρχήσει. Είχε όμως δύο εχθρούς την Αγάπη και την Καλοσύνη. Πόσο πολύ την ξένιζαν αυτές οι δύο άχαρες και άνοστες κυρίες.
«Γιατί να υπάρχει χώρος στις καρδιές των ανθρώπων γι’ αυτές; Αφού δεν είχαν τσέπες στα φορέματα τους, δεν είχαν πειρασμούς».
Όσο το σκεφτόταν αυτό το μίσος μέσα της θέριευε. Ήξερε όμως πως δεν ήταν δύσκολο να κατακτήσει τους ανθρώπους. Ήθελε να τις διώξει μακριά, να εξαφανίσει κάθε ίχνος Καλοσύνης και Αγάπης απ’ τις καρδιές των ανθρώπων.
«Εγώ μπορώ να σας προσφέρω πολλά, δείτε τις τσέπες μου, έχει μέσα όλα όσα χρειάζεστε, δείτε! Έχω άπλετη ικανοποίηση, μεγάλη δόση ειρωνείας, ένα σακί γεμάτο δύναμη, αυτοπεποίθηση, ζήλια, υποκρισία, επιθετικότητα και ανταγωνισμό. Έχω το αλάτι και το πιπέρι της ζωής, δείτε! Έχω αυτά που χρειάζεστε και ω! Μα τον άγιο κάκιστο έχω και χρυσό! Μόνο όσοι με βάζουν στην καρδιά τους θα τα έχουν, μόνο όσοι σκοτώνουν στ’ όνομα του χρυσού και στ’ όνομα του Θεού του δικού μου. Όσοι κακομεταχειρίζονται εκείνες τις άθλιες και ανούσιες υπάρξεις έχουν δικαίωμα να γευτούν τα δώρα μου, ας ενωθούμε, ας γίνουμε ένα και ας πολεμήσουμε την Αγάπη και την Καλοσύνη».
Οι άνθρωποι είχαν αρχικά χωριστεί στα δύο. Σ’ αυτούς που δεν την άφηναν να μπει στην καρδιά τους και σ’ αυτούς που δώριζαν ολόκληρη την καρδιά τους, ξετρελαμένοι απ΄ τους πειρασμούς και τα δώρα που τους πρόσφερε.
Ένας ανελέητος πόλεμος είχε αρχίσει, μία πάλη μεταξύ ζέστης και κρύου, χαράς και πόνου. Η Κακία νικούσε. Άπλωνε δελεαστικά την πραμάτεια της κι ο κόσμος άρπαζε αχόρταγα ό,τι μπορούσε. Τα σάλια έτρεχαν απ’ το στόμα της φανερώνοντας την ικανοποίηση της, που όλο λιγόστευαν οι καρδιές που φιλοξενούσαν την Αγάπη και την Καλοσύνη. Εκείνες όμως ήταν χαρούμενες που ακόμα έβρισκαν χώρο ζεστό για να ξαποστάσουν. Καρδιές που δεν τις άγγιζαν οι πειρασμοί, καρδιές που αρνιόντουσαν να παγώσουν από της Κακίας τα καλούδια. Μα η Κακία τις ήθελε όλες δικές της. Τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει και έταζε, χάριζε, έδινε απλόχερα μέχρι να ξεγελάσει και να πάρει με το μέρος της όλες τις καρδιές του κόσμου. Να τις παγώσει, να τους στάξει μέσα το δηλητήριο που θα τις έκανε άτρωτες στο κρύο.
«Τρία νομίσματα για τέσσερα, πέντε για εφτά, δέκα για δεκαπέντε». Οι άνθρωποι έπαιρναν ενώ γνώριζαν ότι κάποτε θα έπρεπε να επιστρέψουν πίσω όσα πήραν και ακόμα περισσότερα. Η καλοπέραση τους έκανε να θέλουν κι άλλα. Υπέγραφαν το συμβόλαιο της καταδίκης τους, όμως περνούσαν όμορφα. Με ξένο και δανικό χρήμα έχτιζαν ουτοπικές ψευδαισθήσεις. Κάθε νόμισμα και απληστία, κάθε νόμισμα και ανταγωνισμός, κάθε νόμισμα και ζήλια.
Ο πόλεμος συνεχιζόταν μέχρι που η Καλοσύνη και η αγάπη έμειναν άστεγες, καμιά καρδιά δεν είχε μείνει να φωλιάσουν.
Η Κακία όμως, για κακή της τύχη κουβαλούσε στην πλάτη της μία κατάρα, όσο περισσότερες καρδιές μάζευε τόσο πιο πολύ θα μεγάλωνε η καμπούρα της. Οι άνθρωποι είχαν γίνει κακοί, άπληστοι και υποκριτές. Τίποτα δεν τους έφτανε, ήθελαν κι άλλα, κι άλλα μέχρι που οι τσέπες της Κακίας άδειασαν, μέχρι που η μύτη της έφτασε να ακουμπάει το χώμα. Της τα είχαν πάρει όλα πια και πολεμούσαν μεταξύ τους. Χωριστήκανε σε λαούς και έθνη. Σκότωναν για το χρυσό, σκότωναν για τον Κάκιστο Θεό. Η Κακία ζητούσε πίσω αυτά που έδωσε μα δεν είχαν να της επιστρέψουν. Είχαν χαθεί όλα. Το μόνο που είχε μείνει στις τσέπες της ήταν η απελπισία και ο φόβος. Τίποτα δεν έμοιαζε όπως παλιά. Ο κόσμος ξεπλήρωνε με θάνατο. Έβαφε τα χέρια του με αίμα. Ο πόλεμος καραδοκούσε.
Η Αγάπη και η Καλοσύνη αποφάσισαν να δράσουν. Να ξανακυριαρχήσουν στις καρδιές των ανθρώπων. Τώρα που η Κακία είχε δώσει τα πάντα και οι τσέπες της άδειασαν θα ήταν πιο εύκολο γι αυτές. Μπορεί τα φορέματα τους να μην είχαν τσέπες, είχαν όμως συναισθήματα. Κάθε πόντος κι ένα, κάθε χρώμα κι ένα. Θα τα χάριζαν στις καρδιές των ανθρώπων και θα τις ζέσταναν. Θα κυριαρχούσαν τον κόσμο και θα έστελναν την Κακία πίσω στο σκοτάδι. Άρχισαν σιγά σιγά να μπαίνουν στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτοί απελπισμένοι, φοβισμένοι και πονεμένοι άρχισαν δειλά να τις δέχονται. Η ζεστασιά της Καλοσύνης και η γλύκα της Αγάπης είχε αρχίσει να φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων. Το έργο τους ήταν δύσκολο μα έπρεπε να τα καταφέρουν. Η Κακία δεν μπορούσε πια να κάνει πολλά, είχε στερέψει, είχε φτάσει να φιλάει τη γη, να ανασαίνει σκόνη και να πνίγεται μέχρι που μία μέρα δεν άντεξε. Μάζεψε την καμπούρα της και πήγε πίσω, σ’ εκείνο το σκοτεινό μέρος του μυαλού και φώλιασε. Έμεινε εκεί και περίμενε, θα περνούσαν αιώνες μέχρι να ξαναβρεί τη δύναμη να βγει και να πολεμήσει. Θα περνούσαν αιώνες μέχρι να μαζέψει και πάλι χρυσό, να γεμίσει με καλούδια τις τσέπες της. Ως τότε όμως η Καλοσύνη και η Αγάπη μπορούσαν να ζεστάνουν και την πιο κρύα καρδιά. Μπορούσαν να φέρουν πίσω την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την Αγάπη και την Καλοσύνη. Οι άνθρωποι πλήρωσαν ακριβά την απληστία τους. Έχασαν παιδιά, γονείς, φίλους μα κατάλαβαν πως με τον πόλεμο δεν είχαν να κερδίσουν πολλά. Αντίθετα όμως, με την Αγάπη και την Καλοσύνη, η χέρσα γη βάφτηκε στα πράσινα και έγινε πρόσφορη, τα δέντρα καρποφόρησαν και χάριζαν δροσερούς καρπούς, τα λουλούδια την ευωδία τους, οι πεταλούδες την ομορφιά, οι μέλισσες το μέλι.
Η θάλασσα κατάπιε το αίμα κι έγινε και πάλι γαλάζια, ο ήλιος έλαμπε πιο φωτεινός, τα αστέρια εκπλήρωναν ευχές! Κι ο άγιος Κάκιστος λούφαξε στο σκοτάδι. Ο Θεός της Καλοσύνης και της Αγάπης κυριάρχησε.
Η Κακία όμως περίμενε πάντα, δεν το έβαζε κάτω, οι τσέπες της κάποτε θα γέμιζαν και πάλι. Ο άγιος κάκιστος θα τη βοηθούσε, το ήξερε, ο κόσμος όσα και να ζήσει πάντα θα ξεχνάει. Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι, ξεχνάνε όταν πρέπει, θυμούνται όταν πονούν.