από την Μάρθα Πατλάκουτζα.

«Μια φορά και πολλούς καιρούς παλιά βασίλευε η αρχόντισσα Ευγένεια, με τις αδερφάδες την καλοσύνη, την ηθική και την εντιμότητα» πήρε να λέει η γερόντισσα Καλλιόπη.

«Ωχ μπρε γριά, δεν βαρέθηκες να λες το ίδιο παραμύθι; Οι εποχές άλλαξαν πια. Κάποτε η φούστα έφτανε κάτω από το γόνα και τώρα με το ζόρι καλύπτει τον ομφαλό» διαμαρτυρήθηκε ο Ανδρέας. Ήταν το παλικάρι από το σούπερ μάρκετ που κουβαλούσε τα ψώνια. Αγγαρεία ήταν, αλλά στο αφεντικό μούγγα.

«Γιόκα μου τα χρόνια εκείνα η τιμή είχε πρώτα όψη. Θα με πεις καμιά φορά είχε μόνο βιτρίνα και από μέσα είχε σαπίλα. Όμως η αξιοπρέπεια έκανε τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν. Έκανε να τον άνθρωπο να ψηλώνει και ας κοιτούσε το φεγγάρι από τον υπόνομο της ζωής».

«Κυρά Καλλιόπη άσε το παρελθόν να αναπαυτεί εν ειρήνη. Οι άνθρωποι τότε ήταν σκλάβοι, Ομόνοια και Κολονάκι. Τώρα είμαστε όλοι ίσοι, ελεύθεροι να ζήσουμε, να κάνουμε ότι θέλουμε, να μην σκύβουμε το κεφάλι στον λιμουζινάτο κύριο!» διαμαρτυρήθηκε το παλικάρι.

«Είμαστε γιε μου; Εσύ είσαι λεύτερος γιε μου; Ορίζεις τη ζωή σου; Μπορείς να ζήσεις οικογένεια, παιδιά; Μπορείς να στύψεις την πέτρα και να αφήσεις πίσω σου το χνάρι σου;»

«….» Ο Ανδρέας πάγωσε. Του έφταιγε το τώρα, μα μισούσε και τα χθες με τόσα που είχε ακούσει για δαύτο και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει  «Θαρρείς, πώς έχεις δίκιο…πώς τα ξεύρεις όλα» την ειρωνεύτηκε εκείνος, για να κερδίσει χρόνο.

«Αυτά που λες πως ξέρω, δεν τα έμαθε ποτέ του κανείς. Της γης οι πολύξεροι μετρήθηκαν στον χρόνο και είναι πιο λίγοι και από τα δάχτυλα της μιας παλάμης. Μα δε νογάς. Άλλα σε λέγω, κι άλλα εσύ με τσαμπουνάς. Για το σκοτάδι σου μιλώ. Ο κοσμάκης κρύφτηκε σε αυτό, βολεύτηκε στη λησμονιά. Ούτε ιστορίες πονεμένες, ούτε δάκρυα, ούτε πόνος. Γυρνά τα μούτρα του αλλιώς και γκρινιάζει. Το ένα τον ξινίζει, ο άλλος του βρωμάει, και ο δώθε είναι ο εχθρός του. Της παρακμής τα καμώματα τα βλέπω η γριά και λυπάμαι για τον κοσμάκη ούλο. Μια ερώτηση ακόμη θέλω να σε κάμω…και άλλο δε σε κρατώ».

«Δεν ξέρω γριούλα μου… αν μπορώ να απαντήσω» αποκρίθηκε ο αψηλός Ανδρέας που ξάφνου σαν να πήρε να διπλώνει στα δυο.

«Φοβάσαι τις απορίες μιας γριάς; Δεν πειράζει νεαρέ μου» Η κυρά Καλλιόπη έψαξε για τη μαγκούρα της. Τη σήκωσε και την έχωσε στο μούτρο του νέου σαν απειλή, σαν τιμωρία μιας γερόντισσας διδασκάλισσας…Η φωνή της ήχησε κοφτή.

«Πες μου τι νιώθεις τη χαρά; Κάνει το κορμί σου να τρέμει; Κάνει τον πόθο σου να σε τυραννά; Κάνει ανυπόμονη την παρουσία της αγάπης; Όλο ακούω για λεφτά, λούσα και μεγαλεία και κανείς δεν ντρέπεται για όσα παραπάνω έχει. Κόσμος και κοσμάκης καμαρώνει σαν το γύφτικο σκεπάρνι για ένα τενεκεδένιο τηλέφωνο, για ένα χλιδάτο σπίτι και αμάξι. Γιε μου τα σάβανα έχουν τσέπες; Όσα και αν αποχτήσεις δε θα εύρεις τη γλύκα της αλήθειας. Είναι τόσο σπάνια. Γι’ αυτό και είναι ακριβή. Κοστίζει εσένα. Είσαι κι εσύ ένας από τους δύστυχους χαμένους. Την κοιλιά σου κουτσά στραβά θα βρεις να τη γεμίσεις. Μα την ψυχή σου τι θα την κάμεις άδεια;»

Ο Ανδρέας παραπατώντας άφησε τη γερόντισσα κι έφτυσε στον κόρφο του.

Η κυρά Καλλιόπη πλησίασε το παραθύρι της που έβλεπε στον φωταγωγό μιας παλιάς πολυκατοικίας. Μόνη ζούσε, αλλά η καρδιά της δεν πονούσε για κείνη. Πονούσε για τους άλλους

Πονούσε για τους νηστικούς της γης, που κανείς δεν τους κοιτά. Συνήθισαν και αυτοί και δεν κοιτούν πια ουρανό. Τη γη παρακαλούν για να χωθούν.

Ψυχούλες μπρε έχουν κι αυτοί. Κι ένα μικρό πεσκέσι, που είναι ένα δικό σου τιποτένιο σκουπίδι, αυτούς θα τους δώκει χαρά. Με ακούς; Μέχρι τον ουρανό θα φτάσει το ευχαριστώ τους

Τι να σε κάμει και η συνήθεια;

  Γονάτισε από τη ρουφιάνα την παρακμή.