από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Ως επί το πλείστον, οι άνομες επιθυμίες τιμωρούνται κατόπιν απολαύσεως, κι οι αδύνατες, αυτές που τρεμοπαίζουν σαν τη φωτιά στην καντηλήθρα, τιμωρούνται απο την ίδια την ισχνή τους φύση.
Τι θα μπορούσε άραγε να είναι χειρότερο;
Ο πόθος και το πάθος, για χάρη των οποίων κανείς είναι ικανός να εγκαταλείψει τους άλλους, και απαγκιστρωμένος πια να φυλλομετρήσει με επαναφορτιζόμενη καρδιά τις ακουαρέλες της ζωής, ή τα ασκέρια της απελπισίας που κανονιοβολούν τον άνθρωπο ως απότοκα τελεσίγραφα εκ Θεού για τη θρασύδειλη απόφασή του να παραμείνει βουβός κομπάρσος και όχι πρωταγωνιστής στο έργο της;
Τι είναι άραγε ηθικότερο και πλησιέστερο στην πολυσύνθετη ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία; Η ένωση δύο εραστών που αγαπιούνται ή η νόμιμη ζεύξη δύο ετερόκλητων πλασμάτων χωρίς αμφίδρομη αγάπη;
Τι είναι η αγάπη; Πιθανότατα, ένα άγριο τριαντάφυλλο: όμορφο κι ευεργετικό, αλλά έτοιμο να χύσει αίμα για να αμυνθεί.
Για τον άνθρωπο που ένα μονάχα χειρόγραφό του τον έστειλε ενώπιον της δικαιοσύνης τον Ιανουάριο του 1857, δεν υφίσταται τίποτα αινιγματικότερο και πιο σαγηνευτικό απο την αγάπη μιας παντρεμένης γυναίκας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο δεσμευτικό, τίποτα πιο απαιτητικό και κατά περίσταση ραδιούργο απο αυτήν. Κι είναι κάτι που κανένας σύζυγος δεν θα μπορέσει ποτέ να φανταστεί, καθώς οι αληθινοί έρωτες κατοικούν σε απρόσιτους κρυψώνες, τρέφονται με χίλιες δυο συνευρέσεις κι άλλες τόσες υποσχέσεις και βαφτίζουν τη μοιχεία σαν την εφαρμογή της δημοκρατίας στον έρωτα. Ή απλώς, την απόδραση μέρα μεσημέρι απο έναν ανοιχτό συζυγικό τάφο, όπου κανείς παραπάτησε και βρέθηκε με ένα άστοχο σάλτο και ένα επιφώνημα δυστυχίας, στην αγκαλιά του.
Η κόρη του πλούσιου γαιοκτήμονα Ρουό, Έμμα, ποτέ δεν ταίριαζε στη βουκολική συμβατικότητα της γαλλικής επαρχίας, ούτε και στο αποστειρωμένο σχολικό περιβάλλον των καλογριών. Ο ιστός των ονείρων της έχει ως πρώτη ύλη όλα όσα ξεπηδούν απο τις αράδες των ρομαντικών μυθιστορημάτων που διαβάζει. Τον έρωτα που δεν είναι παρά η ομορφιά της ψυχής, το μεγαλείο της, και το πλέον ακλόνητο άλλοθι στις περιστασιακές κρίσεις απόγνωσης που πλήττουν όλους μας, και το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου που είναι η αγάπη σε συνδυασμό με την ευτυχία και την άνετη ζωή. Ό,τι δηλαδή, δύναται ένας άντρας με κύρος, γόητρο και θέση στον κόσμο, να σπείρει στον απροσπέλαστο κήπο μιας νεανικής καρδιάς για να την κατακτήσει, κι έπειτα να δρέψει δικαιωματικά τους καρπούς της. Λένε πως η τύχη σού χτυπά την πόρτα μόνο μια φορά, ενώ η ατυχία ως αργόσχολη και δύστροπη γεροντοκόρη επιμένει λίγο περισσότερο. Για την ανυπότακτη Έμμα Ρουό ομως, η ατυχία υιοθετεί τη μορφή ενός γοητευτικού γιατρού που αποκατέστησε μεν το σπασμένο πόδι του πατέρα της, αλλά ως γάγγραινα κατέφαγε τα σκέλη κάθε δικής της φιλοδοξίας.
Η αγάπη του Καρόλου Μποβαρί για την Έμμα, είναι ένα είδος αθόρυβης, αργής και ακούσιας αυτοκτονίας. Ο επαρχιώτης γιατρός που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων της, είναι εκείνος που αγαπά βαθύτερα και αυτός που επιβάλλεται σύμφωνα με τον άγραφο νόμο της παγερής καρδιάς της, να υποφέρει πιο πολύ. Σύντομα, κάθε κοινή έγγαμη αλυσίδα, γίνεται τόσο βαριά που οι δυο τους είναι φύσει αδύνατον να τις σηκώσουν. Δεν αργεί το χέρι του τρίτου αχθοφόρου να μπει στο παιγνίδι. Στην αρχή ανήκει στον καλλιεργημένο, αλλά άτολμο Λεόν που γνωρίζει τόσα πολλά και καταγοητεύει με την αβρότητά του τη γυναίκα του γιατρού, και έπειτα στον πλούσιο Ροδόλφο που σηκώνει το βέλο της θρυλικής Μαντάμ Μποβαρί και τη μυεί με μεγαλοπρέπεια και λυγερή ερωτική παραφροσύνη σε έναν κόσμο, όπου για τις περισσότερες γυναίκες το να αγαπούν έναν άντρα σημαίνει συνήθως να απατούν το δικό τους, ξεχνώντας πως ο εραστής τους γεμίζει μερικές ώρες της ζωής του μαζί τους και όχι ολόκληρη με το αχαλίνωτον του δανεικού κορμιού τους. Όταν ο Ροδόλφος χάνεται μακριά αρπάζοντας κάθε όνειρό της για απελευθέρωση και κοινή ζωή, η Έμμα δεν έχει κανέναν για να την λυτρώσει απο την μελαγχολία που καραδοκεί για να τής τσακίσει τα σωθικά. Ούτε η χαριτωμένη κόρη της, Μπέρτα, μπορεί να κρεμάσει στα χείλη της το γέλιο, ούτε καν ο Κάρολος, ο οποίος έχει μετοικήσει εν αγνοία του στην κόλαση που δεν είναι άλλη απο τη χρόνια συναισθηματική απουσία της Έμμα, παρά τις αγωνιώδεις, μα πάμφτωχες προσπάθειές του για το αντίθετο.
Μονάχα όταν θα ανταμώσει ξανά τον Λεόν, θα βγει απο το προηγούμενο τέλμα της η Μαντάμ Μποβαρί. Το επόμενο θα την υποδεχτεί με ανοιχτές αγκάλες στα μελλοντικά έκνομα βήματά της, θα απαιτήσει να τής ρουφήξει εξ ολοκλήρου την ψυχή και θα τα καταφέρει περίφημα. Η απογοητευμένη γυναίκα για την οποία μερίμνησε ο Θεός ώστε να έχει πάντα κάποιον, και κατά προτίμηση τον δύστυχο Κάρολο, για να εκδηλώνει το μίσος και την περιφρόνησή της, η γυναίκα, την οποία κυρίευσε η φιλοδοξία όπως η πυρκαγιά το άχυρο, και η γυναίκα που το μόνο ασυγχώρητο πάθος της είναι η απελπισία, θα αγαπήσει τον Λεόν, θα στήσει το σπιτικό του έρωτά τους σε ένα φτηνό ξενοδοχείο κάθε Πέμπτη που υποτίθεται μαθαίνει πιάνο, και θα επιχειρήσει να χαλιναγωγήσει το ανικανοποίητον του χαρακτήρος της σε πολυτέλειες που θα τής στοιχίσουν την ίδια της τη ζωή.
Πόσο θα αντέξει ένα πλάσμα, το οποίο ο άκρατος εγωισμός διατηρεί όπως ο πάγος το κρέας, το οποίο είναι ο ουρανός ενώ καθετί άλλο πλάι και γύρω του είναι απλώς ο καιρός; Για τη Μαντάμ Μποβαρί που έχει απολέσει την ελπίδα της, η ζωή θα γίνει ατίμωση κι ο θάνατος καθήκον.
Ο τριανταπεντάχρονος Γουσταύος Φλωμπερ, του οποίου το μυθιστόρημα κατηγορείται πως προσβάλλει τα χρηστά ήθη και σε μια ρομαντική εποχή θέτει με πάταγο τα θεμέλια του συγγραφικού ρεαλισμού, μοιάζει να αντιμετωπίζει την τέχνη ως ένα βολικό ψέμα που μάς βοηθά να ανακαλύψουμε μιαν αλήθεια. Έχει εμπνευστεί την διαχρονική μοιχαλίδα του με φλόγα στην ψυχή κατασκευάζοντάς την όμως, με κλινική ψυχρότητα, κι έχει απογυμνώσει την ηθικολογία μετατρέποντάς την σε φθόνο με φωτοστέφανο. Η «Μαντάμ Μποβαρί», που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1857 προκαλώντας μέγα σκάνδαλο, είναι το μυθιστόρημα, στο οποίο οι άστατοι γεύονται τις χαρές του έρωτα και οι σταθεροί την τραγωδία του, οι πιστωτές θα έχουν πάντα καλύτερο μνημονικό απο τους οφειλέτες, κι η επισήμανση πως τα λάθη είναι ανθρώπινα. Απλώς κάποιοι είναι λιγάκι πιο ανθρώπινοι απο κάποιους άλλους. Εν κατακλείδι, σε μια τέχνη όπου όλοι είμαστε μαθητεύομενοι και ποτέ κανείς δεν γίνεται αλάνθαστος μάστορας, ο Φλωμπέρ θα μείνει στην ιστορία για τους κανόνες που τολμά να παραβεί. Γράφει για να αφηγηθεί όχι για να αποδείξει, κι αντέχει στο χρόνο γιατί δεν πρόκειται για έναν ακόμη έξυπνο που επωφελείτο του καιρού του, ούτε για κάποιον ανόητο που εναντιώθηκε σ’ αυτόν. Με έναν πρωτότυπο λογοτεχνικό κόσμο, έγινε σπουδαίος. Ήταν πολύ νωρίς, αλλά είδε πρώτος απο όλους πιο μπροστά απο την εποχή του.