Γράφει ο
Πάνος Χατζηγεωργιάδης

(ένα αφιέρωμα στη Σωτηρία Ιατρίδου)

«Στον κόσμο που βρέθηκα τα πάντα βαρέθηκα
αγάπες και πίκρες και φαρμάκι.»

Σωτηρία Ιατρίδου

 

Η παλιά μας Αθήνα. Η αλήθεια μου ορισμένες φορές αναρωτάσαι πως είναι δυνατόν να νιώθεις τόσο προσφιλώς προσκείμενος και θετικά σκεπτόμενος για κάτι το οποίο δεν έζησες. Τούτην την συμπεριφορά την αποδίδω όχι
σε κάτι μεταφυσικόν βέβαια, αλλά στην αιώνια τάση του ανθρώπου προς το κάλλος.

Έτσι οτιδήποτε ανεβάζει τον άνθρωπο σε ανώτερα επίπεδα αισθητικής και αντίληψης του κόσμου γύρω, αποκτά θα έλεγε κανείς αυτομάτως,  μια διαχρονικότητα μοναδική, μια ιδιότητα η οποία κατατίθεται εις την«παγκόσμια τράπεζα της ευαισθησίας», μια  τράπεζα που ο σύγχρονος άνθρωπος δεν διανοείται καν πως υφίσταται, όντας πλασμένος να
σκέπτεται τα του καθημερινού βίου και τα προς το ζην. Δυστυχώς η πραγματικότητα και οι ρυθμοί αυτής, έρχεται να προσγειώσει απότομα τον άνθρωπο και να τον σπρώξει όσο πιο κάτω γίνεται προκειμένου να επιβιώσει. Τόσο χαμηλά ώστε και εκείνος δεν αισθάνεται πλέον καμιά διαφοροποίηση της φύσης του, φύσις η οποία μετεξελίσσεται συνεχώς με αρνητικό τρόπο.

Κι όμως κάποιοι κάποτε τραγουδούσαν για τα γιασεμιά μεθώντας από το άρωμα των νυχτολούλουδών εκεί στην αρχαία γειτονιά της Πλάκας κάτω από την Ακρόπολη. Κάποιοι είχαν μια διαφορετική εντελώς αντίληψη περί του
κόσμου και ως πραγματικοί καλλιτέχνες και πνευματικοί ταγοί αυτού του τόπου, κατέγραψαν την αλήθεια τους η οποία ουδεμία σχέση έχει με την «αλήθεια» μας, σε στίχους και μελωδίες από καιρό ξεχασμένες  μα θα έλεγε κανείς καλύτερα,  «προφυλαγμένες από τον καιρό». Τραγούδια που καθρεπτίζουν μια εποχή η οποία φοβούμαι πως «επέρασε και εχάθη ανεπιστρεπτί πλέον, μαζί με εκείνους  τους ανθρώπους που πλέον ως σκιές  περιπατούν τους δρόμους της συλλογικής μνήμης, διότι ως υποστηρίζω πάντοτε «οι ημέρες είναι όλες οι ίδιες και ο άνθρωπος κάνει
την ιστορία».

Απόψε αναφέρομαι σε ένα πρόσωπο όχι όσο θα έπρεπε γνωστό. Την λατρεμένη Σωτηρία Ιατρίδου, ηθοποιό, τραγουδίστρια του «ελαφρού» μας προπολεμικού τραγουδιού , του θεάτρου και του μελοδράματος, τραγουδοποιό μα και το λιγότερο γνωστό ζωγράφο. Φύσις πολυτάλαντη, άνθρωπος μιας άλλης εποχής η οποία και στα βαθιά της γεράματα κράτησε πάντα ως του τέλους την ζωντάνια και την αγάπη της για την ζωή με μια γλυκιά μελαγχολία στο βλέμμα για ό,τι πέρασε. Ευτυχώς ο τηλεοπτικός φακός επρόλαβε να την καταγράψει έστω και σε μεγάλη ηλικία, ώστε να αφεθούν εκείνα τα λίγα λεπτά εμπρός στον φακό, ως παρακαταθήκη για όποιον αποφασίζει να ακολουθήσει την σκληρή μα και όμορφη, μποέμικη ζωή του πραγματικού καλλιτέχνη.

Η Σωτηρία Ιατρίδου, είδε το φως της αττικής γης για πρώτη φορά εις τo 1901. Γεννιέται στην Αθήνα και πρωτοεμφανίζεται στο τότε υποτυπώδες νεοελληνικόν θέατρο  εις τα 1916, ενώ αποσύρεται από αυτό έπειτα από
τριάντα ολάκερα χρόνια εις τα 1946.

Θα συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους μας ηθοποιούς όπως ο Αιμίλιος Βεάκης αλλά και όλη εκείνη την γενιά των μεγάλων ηθοποιών και καλλιτεχνών,  πριν τον δεύτερο παγκόσμιο  πόλεμο, ενώ  ταυτόχρονα είναι και η πρώτη γυναίκα η οποία θα γράψει μουσική για τον κινηματόγραφο και πιο συγκεκριμένα  για την ταινία «Ο κακός δρόμος» όπου συμπρωταγωνιστεί  και ως ηθοποιός, με πολύ γνωστά ονόματα του θεάτρου και της εποχής  όπως η Κυβέλη Ανδριανού, η Μαρίκα Κοτοπούλη κ.α. Δυστυχώς τούτη η ταινία γυρισμένη στα 1933,  χάθηκε παντελώς και έτσι χάθηκε μαζί της και ένα σημαντικότατο ντοκουμέντο  αναφορικά με την ιστορία του νεοελληνικού προπολεμικού κινηματογράφου στα πρώτα του βήματα.

Θα συνεργαστεί επίσης και με τον Κλέωνα Τριανταφύλλου τον καλόν μας Αττίκ όπου και στην «μάντρα» του θα πρωτοπαιχτεί η μεγάλη επιτυχία της του μεσοπολέμου, το «ακόμα ένα ποτηράκι». Ως μουσικοσυνθέτης θα
συνθέσει αρκετά γνωστά τραγούδια της εποχής όπως την  «Σεβιλλιάνα» «Γυναίκας ψεύτικα φιλιά», «Γλυκιά ρετζίνα», ενώ ως ερμηνευτής θα ερμηνεύσει άκρως επιτυχημένα επιτυχίες της Αθηναϊκής οπερέτας των αρχών του  περασμένου αιώνα, όπως «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα» σε μουσική Θ. Σακελλαρίδη, «Αχ Μαρί» σε στίχους και μουσική του Γ. Κωνσταντινίδη κ.α.

Επίσης συνέθεσε πολλά τραγούδια τα οποία τροφοδότησαν το μελόδραμα την επιθεώρηση και γενικώς το θέατρο. Σημαντικότατη ως βιολίστρια και κιθαρωδός, εδίδαξε την τέχνην της εις πολλές νεότερες ντιζέζ, ενώ στα 1938 ως ζωγράφος θα εκθέσει έργα της σε διακοσμητική και ρακογραφία στην Αθήνα τον τόπο που αγάπησε όσο τίποτε άλλο σε τούτο τον κόσμο και σαν να είχε απόλυτο δίκιο.

Ήταν αδερφή του Σταύρου Ιατρίδη επίσης ηθοποιού και κόρη της Αικατερίνης Ζαμπελίου – Ιατρίδου η οποία υπηρέτησε με τεράστια επιτυχία το ελληνικό μελόδραμα. Πεθαίνει αν και είναι μάλλον αστείο το να θεωρείς πως πεθαίνουν τέτοιοι άνθρωποι, στις 4 Απριλίου 1984. Σήμερα τα τραγούδια της Σωτηρίας Ιατρίδου, παραμένουν ζωντανά, με μια ενέργεια η οποία έρχεται από μια άλλην εποχή, μια εποχή ωραία που το άρωμα της σε συνεπαίρνει ως λίγο γιασεμί κλεισμένο σε ένα παλιό ξύλινο συρτάρι, αυτό των αναμνήσεων που δεν ζήσαμε, αλλά που ανήκουν εις την
συλλογικήν ανώτερη ψυχή….

Σε ευχαριστούμε Σωτηρία Ιατρίδου.