Φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια από την πρώτη «Φιλαρμονική Εβδομάδα» των Βιεννέζων στη Νέα Υόρκη. Από το 1956 έως το 1988 οι Philharmoniker εμφανίζονταν μόνο σποραδικά στις ΗΠΑ. Τον Φεβρουάριο του 1989 ο Herbert von Karajan, λίγους μόλις μήνες πριν απ’ το θάνατό του, οδήγησε την ορχήστρα στην πρώτη από τις έκτοτε τακτικές ετήσιες εμφανίσεις της στο Carnegie Hall.

Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης Στη Βιέννη διηγούνται μια ιστορία για εκείνο το πρώτο ταξίδι: Επειτα από μια συναυλία με την 8η συμφωνία του Bruckner, ένας παλαίμαχος κριτικός των «New York Times» φέρεται να είπε σε ένα νεαρότερο συνάδελφό του: «Νεαρέ μου, ίσως να μην ξανακούσετε ποτέ στη ζωή σας μια ορχήστρα να παίζει έτσι. Τώρα όμως ξέρετε ότι είναι δυνατό!».

Η μουσική σχέση της Κρατικής Οπερας καθώς και κατ’ επέκτασιν της Φιλαρμονικής της Βιέννης με τον επί χρόνια διευθυντή τους Richard Strauss κράτησε σχεδόν μισόν αιώνα. Αργότερα, και υπό τη διεύθυνση φίλων και συνεργατών του, η ορχήστρα συνέχισε, και συνεχίζει μέχρι σήμερα, να έχει μια προνομιακή σχέση με το συνθέτη και υπόρρητα να διεκδικεί μια αυθεντία στην ερμηνεία των έργων του. Ετσι, στα 150 χρόνια από τη γέννησή του ο Στράους δεν θα μπορούσε να λείπει από τη μεγάλη σειρά εκδηλώσεων της ορχήστρας στη Νέα Υόρκη. Η όπερα της Βιέννης επέλεξε να παρουσιάσει την πρώτη μεγάλη οπερατική επιτυχία του συνθέτη από το 1905, τη «Σαλώμη».

Το έργο βασίζεται στη γνωστή από την Καινή Διαθήκη ιστορία του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του Βαπτιστή από τον Ηρώδη, όπως όμως την προσάρμοσε στο τέλος του 19ου αιώνα ο Oscar Wilde. Και σε αυτή την εκδοχή η Σαλώμη χορεύει το χορό των «επτά πέπλων» και ζητάει από τον Ηρώδη «την κεφαλήν του Ιωάννου επί πίνακι», όχι όμως προς χάριν της μητέρας της Ηρωδιάδας, αλλά για να εκδικηθεί, ή ίσως να ικανοποιήσει, το αρρωστημένο πάθος της για τον Ιωάννη, που βέβαια αρνείται σθεναρά τον αμαρτωλό έρωτά της.

Η ηρωίδα μετατρέπεται έτσι σε femme fatale του Fin-de-Siecle, όπως άλλες ηρωίδες αντίστοιχων έργων, για παράδειγμα η Λούλου, που έγινε αργότερα ηρωίδα της ομώνυμης όπερας του Alban Berg. Η Σαλώμη φλέγεται από μια υπερτονισμένη, σαγηνευτική και τελικά μοιραία για την ίδια και τους γύρω της σεξουαλικότητα με έκδηλη τη σωματική της διάσταση, με στοιχεία φετιχισμού, σαδισμού και υστερίας. Παρόμοια στοιχεία εμφανίζει και το πάθος του Ηρώδη για τη Σαλώμη. Της ζητάει να αγγίξει με τα χείλη της το ποτήρι του πριν πιει ο ίδιος, ενώ αργότερα της υπόσχεται τα πάντα για ένα χορό της.

Η Σαλώμη ποθεί το «σαν τίποτα στον κόσμο» λευκό («nichts in der Welt ist so wei― wie Dein Leib») κορμί του Ιωάννη και θέλει να φιλήσει τα άλικα χείλη του («wie der Purpur»), έστω και νεκρά, για να διαπιστώσει τελικά την πικρή, όπως λέει, γεύση της αγάπης («Sie sagen, da― die Liebe bitter schmecke»). Το μυστήριο αυτού του, σαν κατ’ ευθείαν από τα έργα του Sigmund Freud βγαλμένου, ενστικτώδους έρωτα είναι μεγαλύτερο από το μυστήριο του θανάτου, αποφαίνεται στο τέλος η Σαλώμη («Das Geheimnis der Liebe ist gro―er als das Geheimnis des Todes»). Οπως στο φινάλε του βαγκνερικού Τριστάνου και στις θεωρίες του Freud, το ένστικτο του έρωτα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ένστικτο του θανάτου. Ο φοβισμένος, προδομένος και εκτός εαυτού Ηρώδης στο τέλος διατάζει, τον ίσως λυτρωτικό και για την ίδια, θάνατο της Σαλώμης («Man tote dieses Weib!»).

Η Γκουν-Μπριτ Μπάρκμιν και ο Κάρλος Οσούνα Η Γκουν-Μπριτ Μπάρκμιν και ο Κάρλος Οσούνα Η όπερα παρουσιάστηκε σε μορφή concertante. Η Οπερα της Βιέννης επιστράτευσε για τις δύο νεοϋορκέζικες παραστάσεις την creme de la creme των τραγουδιστών του γερμανόφωνου ρεπερτορίου. Οι τραγουδιστές μοιράστηκαν υπερυψωμένοι εκατέρωθεν της ορχήστρας. Αποφασίστηκε μάλιστα έπειτα από δοκιμές να τραγουδούν στραμμένοι προς το κέντρο της αίθουσας και όχι προς το μαέστρο για να αξιοποιήσουν στο έπακρον την πραγματικά εξαιρετική ακουστική του χώρου. Ο Ιωάννης μεταφέρθηκε, τελικά, στο δεξιό βάθρο απέναντι από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές για λόγους ισορροπίας, ενώ στις σκηνές που βρίσκεται στα βάθη της φυλακής του, τραγουδούσε από το άνοιγμα της εισόδου της σκηνής.

Οι ερμηνείες των τραγουδιστών ήταν άριστες και με λιτές κινήσεις έδιναν στοιχεία σκηνικής δράσης. Σε αυτό διακρίθηκε περισσότερο ο Ηρώδης (ο τενόρος Gerhard Α. Siegel), ιδιαίτερα στα σημεία συζυγικής έντασης με την επίσης εξαιρετική Ηρωδιάδα (η παλαίμαχος μέτζο σοπράνο Jane Henschel). Ο Ιωάννης (ο μπάσος-βαρύτονος Tomasz Konieczny) με την επιβλητική φωνή του γέμιζε τη μεγάλη αίθουσα, ακόμα και όταν τραγουδούσε από έξω, με αποκορύφωμα το κρεσέντο στο σημείο που καταριέται τη Σαλώμη (Sei verflucht!). Η Σαλώμη (η σοπράνο Gun-Brit Barkmin) με άριστη τεχνική και πάθος διατήρησε σε υψηλά επίπεδα για όλη τη διάρκεια της παράστασης τη δραματική και φωνητική ένταση, μέχρι και την κορύφωση του τελευταίου μονολόγου και προσέθεσε, καθ’ υπόδειξιν του μαέστρου στην πρόβα, επιπλέον σαγήνη σε μια έντονη ερμηνεία του ιδιαίτερα σύνθετου αυτού ρόλου.

Εκείνο όμως που έκλεψε την παράσταση και δύσκολα περιγράφεται με λόγια ήταν η απόδοση της ορχήστρας, υπό τη διεύθυνση του νεαρού Λετονού αρχιμουσικού, διευθυντή από φέτος της Συμφωνικής της Βοστόνης, Andris Nelsons. Ο μαέστρος διηύθυνε με σαφήνεια, ζωντάνια και εμφανές το έντονο πάθος του για το πρώιμο αριστούργημα του Strauss. Ταυτόχρονα, επέτρεψε στην ορχήστρα να αναδείξει τις μοναδικές αρετές της: άνεση στα δεξιοτεχνικά περάσματα, ακρίβεια που δεν προδίδει όμως ποτέ τον χαρακτηριστικό για την ορχήστρα εκφραστικό ήχο, υποβλητικά, μεταφυσικά σχεδόν, pianissimi και αιχμηρές κορυφώσεις που προκύπτουν αβίαστα από την κλιμάκωση ιδιαίτερα εκλεπτυσμένων φράσεων.

Ο ήχος της Φιλαρμονικής της Βιέννης κατ’ εξοχήν αποδίδει το πνεύμα της Leidenslust, ένα είδος αισθησιακής λαγνείας απέναντι στον ανθρώπινο πόνο (πόθο για πόνο, κατά λέξη), που αποδίδεται στην καλλιτεχνική δημιουργία της Βιέννης και ευρύτερα στο γερμανόφωνο μοντερνισμό, γύρω στο 1900, με χαρακτηριστικό βέβαια παράδειγμα τη Σαλώμη. Κάθε πέρασμα, κάθε νότα ήταν εμποτισμένη με αυτή τη σύνθετη, φύσει αντιφατική, αίσθηση.

Στην εκρηκτική απόδοση της ορχήστρας συνέβαλε αποφασιστικά και η σοφή απόφαση του μαέστρου να ακυρώσει την πρόβα του Σαββάτου για να αποφορτίσει τους μουσικούς από την εξαντλητική εβδομάδα που ακολούθησε το υπερατλαντικό ταξίδι.

Εχω και στο παρελθόν βιώσει στη Βιέννη ορισμένα από αυτά, τα ομολογουμένως μάλλον σπάνια, βράδια στα οποία οι Philharmoniker παίζουν με τόση όρεξη και πάθος σαν να επιδιώκουν να καταδείξουν εμφαντικά την εξέχουσα θέση που καταλαμβάνουν στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα. Και αυτό ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας ένα από αυτά! Δεν παρακολούθησα, βέβαια, τη συναυλία του 1989 και μόνο από τις δύο τελευταίες ηχογραφήσεις της 7ης και 8ης συμφωνίας του Bruckner υπό τον Karajan, στον τελευταίο χρόνο της ζωής του, θα μπορούσα να φανταστώ την ποιότητά της. Την επιβεβαιώνει, άλλωστε, η μαρτυρία ενός φίλου βιολιστή που συμμετείχε. Ισως όμως το προπερασμένο Σάββατο η Σαλώμη να ήταν για τον, τότε νεαρό, Νεοϋορκέζο μουσικοκριτικό η δεύτερη φορά! 7

Ο Λετονός μαέστρος Αντρις Νέλσονς διηύθυνε αριστοτεχνικά τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, καταφέρνοντας να αναδείξει τις μοναδικές αρετές της: άνεση στα δεξιοτεχνικά περάσματα, ακρίβεια, υποβλητικά pianissimi, αιχμηρές κορυφώσεις Ο Λετονός μαέστρος Αντρις Νέλσονς διηύθυνε αριστοτεχνικά τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, καταφέρνοντας να αναδείξει τις μοναδικές αρετές της: άνεση στα δεξιοτεχνικά περάσματα, ακρίβεια, υποβλητικά pianissimi, αιχμηρές κορυφώσεις Σημείωση: Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης (Wiener Philharmoniker) και η, αριθμητικά μεγαλύτερη, Ορχήστρα της Κρατικής Οπερας, από την οποία αντλεί τα μέλη της η πρώτη, στις εκτός Αυστρίας εμφανίσεις πρακτικά ταυτίζονται.

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=420444