από την Αμαρυσία Σιγάλα.
Συναντηθήκαμε και σου έδωσα όλα όσα είχες αφήσει σπίτι μου. Ό,τι σε θύμιζε στο χώρο.
Έψαξα καλά, μήπως ξέχασες κάτι.
Επιθεώρησα τον χώρο ακριβώς όπως όταν εσυ πρωτομπήκες σε αυτόν. Τον έκανες δικό σου με τις ματιές που έριχνες σε κάθε γωνία, έπιπλο, σε κάθε ύφασμα.
Παρά την αποφασιστικότητά σου, γυρνούσες κάθε τόσο όσο μιλούσαμε, και κοιτούσες τα μάτια μου. Ήθελες να σιγουρευτείς ότι είμαι εντάξει. Το ένιωσα ότι γι ‘αυτό το έκανες.
Πριν φύγεις, άφησες κάτι πίσω σου. Ένα χάδι στα μαλλιά μου, ένα φιλί στο μέτωπό μου, μία αγκαλιά στο κορμί μου. Αυτά και όλα τα μη υλικά, αλλά ταυτόχρονα πολύτιμα που μου έμαθες , δεν θα μου τα πάρει κανείς πίσω, ούτε καν εσύ. Τα χάραξες σε καρδιά, κορμί και ψυχή.
Ποτέ δεν έταξες, αλλά πάντα δέσμευες αλλά και δεσμευόσουν.
Κατάλαβες ότι παρά την απουσία σου, εγώ θα σε έψαχνα παντού. Στον καφέ και στα τσιγάρα σου, στις καλημέρες των περαστικών, στη διαδρομή για το γραφείο, στις χειραψίες, στα σκοτεινά σοκάκια, στα τραγούδια του mp3 μου. Κι έτσι, έκανες το σωστό. Εξαφανίστηκες από όπου θα μπορούσα να σε αναζητήσω, σε φυσικό αλλά και ψηφιακό κόσμο. Καλύτερα έτσι. Αποτοξίνωση . Με τον σκληρό τρόπο.
Είναι ο μόνος τρόπος. Και ο μόνος που σου ταιριάζει.
Πάω στοίχημα. Εσύ δεν με ψάχνεις πουθενά. Εγώ φταίω. Ήμουν πάντα ανοιχτό βιβλίο μαζί σου. Δεν υπήρξα ποτέ γρίφος ή κρυπτόλεξο με σένα. Είχα εξ’αρχής καταλάβει ότι δεν με παίρνει να παίξω μαζί σου. Αλλά εσύ έπαιξες με σημαδεμένη τράπουλα…
Όταν έφυγες, ένιωσα ότι έπρεπε να ψάξω για κάτι ακόμη. Έψαξα. Βρήκα.
Ένα τσιγάρο σου. Από αυτά που άναβες εσύ και μου τα έβαζες στο στόμα για να δηλώσεις «δική μου», λες και δεν ήταν έτσι από την πρώτη στιγμή.
Έψαχνα να βρω τι είσαι. Κι αυτό το βρήκα.
Είσαι το τσιγάρο που κρατώ, και να ανάψω σκέφτομαι.