από την Μάρθα Πατλακουτζα.

«Αν είναι η μουσική τροφή του έρωτα, μη σταματάτε!» Έτσι αρχίζει η Δωδέκατη Νύχτα, η κωμωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η «Δωδέκατη νύχτα» γράφτηκε πιθανόν το 1601. Είναι μια σπαρταριστή, πικρή κωμωδία για τον έρωτα που είναι «γεμάτος φαντασίας σχήματα, ώστε κι ο ίδιος είναι εντελώς φανταστικός».

Η «Δωδέκατη νύχτα» είναι η νύχτα των Θεοφανίων που κλείνει τον κύκλο των Χριστουγεννιάτικων γιορτών. Νύχτα διασκέδασης και μεταμφιέσεων, στη διάρκεια της οποίας μπορούν να συμβούν τα πάντα, ή …Ό,τι θελήσετε.

Αλλά είναι και η δική μας δωδέκατη νυχτιά. Μετρώ με τα δάχτυλα τις βραδιές. Είναι όντως δώδεκα και το μυαλό ξεγλιστρά σε δοξασίες και μύθους, δικούς μας και συνήθιζαν να λέγουν οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους όταν αυτά δεν είχαν ησυχία.

Οι καλικάντζαροι για μια ακόμη χρονιά απέτυχαν να κόψουν το δέντρο που κρατούσε τη γη και οι άνθρωποι για μια ακόμα φορά υπέκυψαν στην επιθυμία τους να ζήσουν το όνειρο. Κάποιοι το πέτυχαν, άλλοι όχι.

Από όποια σκοπιά και να το δει κανείς, είναι οι δώδεκα μέρες που περιμένουμε όλο τον χρόνο για να γιορτάσουμε και να γκρινιάξουμε.

Και στο τέλος έρχεται αυτή η νύχτα.

Η νύχτα που οι ουρανοί είναι ανοιχτοί…

Η νύχτα που μπορείς να κοιτάξεις κατάματα το σκοτάδι και να παρακαλέσεις για το φως.

Λένε, πως αν ζητήσεις κάτι εκείνο το δωδέκατο ξημέρωμα, θα το αποκτήσεις μέσα στη χρονιά και πως ότι ονειρευτείς θα σου έρθει σύντομα.

Η γιαγιά Μερτζανή παραφυλούσε στην παγωνιά. Και αν έβλεπε, τα νερά να γίνονται πάγος έτριβε τα χέρια της με ικανοποίηση και καινούρια όνειρα γεννιόταν στην καρδιά της. Γιατί όπως έλεγε «Αν παγώσουν τα νερά τότε η χρονιά θα είναι καλή, η σοδειά θα πάει πολύ καλά και θα έχουμε σίγουρα ένα πιάτο φαγί».

Από τότε χρόνοι πολλοί περάσαν. Άλλαξαν πολλά. Ωστόσο είναι η δωδέκατη νυχτιά και κρυφά θα βγω στο μπαλκόνι για να κοιτάξω τον ουρανό.

Ας έχει συννεφιά. Οι ουρανοί θα είναι ανοιχτοί και θα κάνω τις ευχές μου.

Ας έχει παγωνιά. Η σοδειά θα είναι καλή.

Ας είναι πίσσα το σκοτάδι. Τα όνειρα θα πάρουν φωτιά.

Είναι η δωδέκατη νυχτιά.