από την Άρια Σωκράτους.
Η ζωή του Γιάννη Σιμωνίδη μοιάζει με ταινία που καθηλώνει την προσοχή του θεατή στην μεγάλη οθόνη. Πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη με μοναδικό στήριγμα τη μητέρα του, με δύσκολα παιδικά χρόνια τα οποία τον πείσμωσαν και θεμελίωσαν ένα δυναμικό και πολύ συγκροτημένο χαρακτήρα αποφάσισε να μετατρέψει ένα όνειρο ζωής σε απτή πραγματικότητα. Σπούδασε στο Yale School of Drama, δούλεψε στη Νέα Υόρκη ως ηθοποιός και σκηνοθέτης έγινε καθηγητής και αργότερα διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και το 1979 ίδρυσε το «Ελληνικό Θέατρο» και επί τριανταεπτά συναπτά έτη παρουσιάζει κλασικά και σύγχρονα έργα στο αγγλόφωνο και ελληνόφωνο κοινό.
- Η ζωή σας μοιάζει με ταινία. Ορφάνια, δύσκολα παιδικά χρόνια, μετανάστευση στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και ύστερα στη Δραματική Σχολή του. Πώς προέκυψε το θέατρο στη ζωή σας;
Γεννήθηκα στην Πόλη. Φύγαμε το 1950 με τη μητέρα μου και μεγάλωσα στην Αθήνα. Είχα την μεγάλη τύχη να πάρω υποτροφία στο Κολλέγιο Αθηνών. Η μητέρα μου με μεγάλωσε εντελώς μόνη και γι’αυτό η τάση μου προς τις τέχνες δεν ήταν πολύ άνετη. Δεν ήθελα να τη δυσαρεστήσω και προσπαθούσα να μην την εκδηλώνω ανοικτά. Εκείνη ήθελε να γίνω δικηγόρος. Στο Κολλέγιο ερωτεύτηκα την τέχνη της υποκριτικής όταν ήρθε η Κατίνα Παξινού και μας δίδαξε Οιδίποδα. Εγώ υποδύθηκα τον Αγγελιοφόρο. Εκέινη κατάλαβε ότι ήμουν άπορος επειδή οι πρόβες ήταν μετά τα μαθήματα και έβλεπε πως ενώ τους συμμαθητές μου τους παραλάμβαναν αυτοκίνητα, εγώ έπρεπε να κατέβω ολόκληρο το λόφο και να πάρω λεωφορείο με αποτέλεσμα να φτάνω σπίτι μου μετά από δύο ώρες. Προσφέρθηκε τότε να με πηγαίνει σπίτι μου κάθε απόγευμα με το αυτοκίνητο της. Το ταλέντο και η χάρη της δημιούργησαν μέσα μου μια λατρεία και έτσι ξεκίνησε η αγάπη μου για το θέατρο. Μετά όταν αποφοίτησα από το Κολλέγιο, πήρα υποτροφία στο Γέιλ, κι εκεί αρχικά ξεκίνησα να σπουδάζω πολιτικές επιστήμες. Όμως παράλληλα ξεκίνησα να κάνω πάρα πολύ θέατρο και στη συνέχεια άλλαξα την επικέντρωση μου και μαζί με κάποιους φίλους δημιουργησαμε το πρώτο Drama Major στο Γέιλ. Μετά την αποφοίτηση μου, δίδαξα εκεί. Η Μέριλ Στριπ και η Σιγκούρνι Γουίβερ ήταν συμφοιτήτριες μου και τις σκηνοθετησα. Ήταν και οι δύο τρομερά ταλαντούχες αλλά η Μέριλ Στριπ ειδικά είχε μια ωριμότητα και ένα ταλέντο συγκλονιστικό.
- Πώς καταλήξατε στη Νέα Υόρκη;
Το 1972 αποφοίτησα και ήρθα στη Νέα Υόρκη. Οι περισσότεροι φίλοι μου ζούσαν εκεί και πηγαίναμε για να παρακολουθήσουμε πολλές θεατρικές παραστάσεις. Για να αντεπεξέλθω μάλιστα οικονομικά, δίδασκα στο Γέιλ και ταυτόχρονα έκανα μαθήματα επιβίωσης στους φοιτητές μου όντας σερβιτόρος στο Broadway. Έρχονταν οι φοιτητές μου στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση και ερχόντουσαν και τους σέρβιρα. Δεν αισθάνθηκα καμία ντροπή επειδή δεν υπάρχει ντροπή όταν κάνεις αυτό που χρειάζεται για να στηρίξεις τη δουλειά σου και την επιβίωσή σου. Ήταν καλό μάθημα ζωής γι’αυτούς για να δουν πως δεν ειχα κανένα πρόβλημα να σερβίρω εγώ ο καθηγητής τους φοιτητές μου. Δίδασκα, έκανα τα δικά μου σεμινάρια, σκηνοθετούσα, έπαιζα και ξαφνικά κατέληξα σε τέσσερα χρόνια από την αποφοίτηση μου Καθηγητής Δραματολογίας και Διευθυντής της Δραματικής Σχολής στο NYU στα εικοσιεννέα μου χρόνια. Έξι χρόνια μετά αποφάσισαν να με μονιμοποιήσουν κι εγώ τότε παραιτήθηκα. Φοβήθηκα ότι θα περνούσα μια ζωή ολόκληρη παγιδευμένος με πολλά λεφτά και η καλλιτεχνική μου φλέβα θα αδρανούσε. Δεν ήμουν ακαδημαικός, ήμουν καλλιτέχνης.
- Έχετε μια ιδιαίτερη αγάπη για το Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο. Τρανή απόδειξη είναι πως από το 2001 μέχρι σήμερα παρουσιάζετε το ΣωκράτηςΤώρα, θεατρική προσέγγιση της Απολογίας του Πλάτωνα.
Η ιδέα για μια παράσταση-συζήτηση γύρω από τον Σωκράτη ξεκίνησε το 2001 , το Ετος Σωκράτη της UNESCO, όταν ο κεφαλονίτικος σύλλογος «Κέφαλος» με προσέγγισε να διαβάσω την «Απολογία» στην Αστόρια. Ερωτεύτηκα ξανά το έργο, το σκηνοθέτησε αρχικά ο πανάξιος συνεργάτης και φίλος ζωής Λουκάς Σκιπητάρης, και εξακολουθώ να το παίζω σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Όλη μου τη ζωή έχω ασχοληθεί με το θέατρο και όχι μόνο το κλασσικό. Δεκατέσσερα χρόνια από την άφιξη μου στην Αμερική δεν έκανα τίποτα άλλο από Αμερικανικό θέατρο εκτός από μια φορά που αποφοιτούσα από το Γέιλ και για διατριβή μου διάλεξα να στήσω με μπερντέ και φιγούρες το «Καραγκιόζης Στο Λευκό Οίκο». Εγώ ήμουν ο Καραγκιόζης, η Μέριλ Στριιπ το Κολλητήρι, η Σιγκούρνι Γουίβερ η Πατ Νίξον. Το όνειρο μου όμως ήταν να ξαναγυρίσω στις ρίζες μου. Είμαι πνευματικά εξόριστος όπως είναι και ο Καβάφης. Όντας Λεβαντίνος όπως και ο Καβάφης, τον νιώθω, τον καταλαβαίνω και εμπνέομαι από την ιστορία του.
Αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε με τους συνεργάτες μου με όλα τα έργα που ανεβάζουμε από το 1979 που ιδρύσαμε το Ελληνικό Θέατρο είναι η πολιτιστική διπλωματία που είναι αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Αυτό που θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας ένα μοντέλο για το νέο Έλληνα καλλιτέχνη, να ξέρει πως μπορεί να ταξιδέψει την τέχνη του σε όλο τον κόσμο αν πάει με ταπεινοφροσύνη και σεβασμό στους άλλους πολιτισμούς. Αν πάει με τον ελληνισμό ως ερέθισμα και όχι ως υπερφυσικό δώρο στους άλλους πολιτισμούς. Αν υπάρχει κάτι που θέλουμε να αφήσουμε πίσω εγώ και οι συνεργάτες μου είναι ένα μοντέλο μετριοφροσύνης και δημιουργικής λιτότητας. Εμβολιάζουμε με μια κουλτούρα ερωτήσεων, μια κουλτούρα διαλόγου.
Έχουμε ταξιδέψει στη Βουλγαρία, στην Ουγγαρία, στη Μόσχα, στο Λονδίνο, στο Μοντεβιδέο, στα γκέτο του Λος Άντζελες, του Ντιτρόιτ, της Νέας Υόρκης και στο Χάρβαρντ, στο Γέηλ, στο Κέιμπριτζ, στην Οξφόρδη, σε 25 χώρες και πάνω απο 100 πόλεις. Πηγαίνουμε στα μέρη αυτά με κάθε σεβασμό και το μοναδικό πράγμα που θέτουμε είναι μια σειρά ερωτήσεων. Μεταφέρουμε τις σκέψεις του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Ομήρου, του Ευριπίδη, Καβάφη, Μακρυγιάννη, Καζαντζάκη και της νέας φουρνιάς των Ελλήνων δημιουργών.
- Ποιό ακροατήριο από όσα έχετε έρθει σε επαφή είναι το πιο ενθουσιώδες;
Δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά. Έχουμε βρει παντου αγάπη, έρωτα, ενθουσιασμό, εκτίμηση και σεβασμό, είτε μπροστά σε 2.000 ακροατές στην Ουρουγουάη και 20 ορφανά στη Λευκάδα, είτε σε 700 μουσουλμάνους φοιτητές στη Σαουδική Αραβία. Εκεί αντιλαμβάνεται κανείς πως ακόμα και το πιο άκαμπτο και σκληρό δόγμα μπορεί να επιτρέψει την διαλεκτική εάν η διαλεκτική δεν το απειλεί. Ο στόχος μας είναι να διδάξουμε πως η ελληνική κουλτούρα είναι η άρχη ενός διαλόγου. Οι ερωτήσεις είναι πολύ πιο δύσκολες από τις απαντήσεις. Η αμοιβαία αλήθεια στην οποία μπορούμε να φτάσουμε μπορεί να πάρει και όλη τη νύχτα με ρακί και συζήτηση, και την άλλη μέρα να την ανατρέψουμε και να συνεχίσουμε. Έχουμε ολονύχτια αναγνώσματα της Ηλιάδας και της Οδύσσειας με πεντακόσιους συμμετέχοντες ακροατές /τραγουδιστές και Ομηρικό φαγητό που πολλές φορές το μαγειρεύω εγώ. Το κάναμε στο Μοντεβιδέο, στο Μουσείο Getty στο Λος Άντζελες, στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, στο 92St Y της Νέας Υόρκης, στην Χίο, στην Κω. Στις 25 Ιανουαρίου πάω στη Νέα Ζηλανδία να σκηνοθετήσω τις Βάκχες του Ευριπίδη στη γλώσσα και τελετουργίες των Μαορί με Μαορί καλλιτέχνες. Είναι ένα intercultural project που θα φέρουμε στην Ελλάδα, Ευρώπη και Αμερική. Πώς παντρεύεις δύο πολιτισμούς με απόλυτο σεβασμό και ως προς τους δύο.
- Ποιά είναι η γνώμη σας για τα θεατρικά δρώμενα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή;
Το θέατρο σφύζει στην Ελλάδα. Έχει πάρα πολύ καλές δουλειές και χαίρομαι πολύ γι’αυτό. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι ότι δεν βγαίνουν οι Έλληνες καλλιτέχνες όσο θα μπορούσαν στο εξωτερικό γιατί θεωρούν πως θα συναντησουν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Καμία δυσκολία δεν είναι ανυπέρβλητη. Πρέπει να τολμήσουν με δημιουργικότητα, να καταλάβουν πως εννοούν «δε θέλω» όταν λένε «δε γίνεται» ή «δεν μπορώ».
https://www.ekirikas.com/%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%83%CE%B9%CE%BC%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%AC%CE%B6%CE%B5%CF%84%CE%B1/