Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης
Και Δημοσιογράφος
«Όπου κι αν στέκεις μην κοιτάς
τ΄ανθρώπου αυτού το σώμα
αυτό που ένιωσες κρατάς
γερά μέσα στο χώμα»
Νικηφόρος Βυζαντινός, απο το ποίημα «Ανέραστοι Εραστές», για την Μαρία
Πολυδούρη. (Ap;o thn ποιητική συλλογή με τίτλο «Από το Εγώ στην Αιωνιότητα»)
Πάντοτε είχα και συνεχίζω να έχω εντονότερη μια πίστη στο υπερβατικό στοιχείο της ζωής. Έχω την εντύπωση πως κανέναν άνθρωπο δεν συναντάς τυχαία, ακόμη και αυτούς που συναντάς για ελάχιστα λεπτά ή δευτερόλεπτα καθημερινά.
Επίσης πηγαίνω τούτη την πεποίθηση μου ακόμη παραπέρα συναισθανόμενος πως εκείνες οι συναντήσεις οι οποίες ντυμένες την τυχαιότητα, σε κάνουν να πιστεύεις πως όλα είναι ένα συνονθύλευμα τύχης ή ατυχίας, πάνε και πέρα απο τον θάνατο.
Η συνάντηση μου με την σημερινή μου «επισκέπτρια απο το υπερπέραν», διόλου τυχαία δεν μπορεί να την χαρακτηρίσει κάποιος. Με την ΜαρίαΠολυδούρη με συνδέει μια σχέση υπερβατικού χαρακτήρα την οποία και θα καταθέσω με την πλήρη συνείδηση πως υφίσταται.
Θα ήταν περίπου η αυτή ώρα με απόψε όπου συντάσσω το παρόν περί την τετάρτη πρωινή όπου ενώ κοιμόμουν, μια φωνή εντός μου με πρόσταξε, «σήκω επάνω και γράψε». Αίφνης ξυπνώντας έλαβα την γραφίδα μου και συνέθεσα έν ποίημα με τίτλο «Ανέραστοι Εραστές». Τούτο το ποίημα το αφιέρωσα την ίδια στιγμή στην Μαρία Πολυδούρη, ποίητρια του παρελθόντος κόσμου, των αρχών του πρότερου αιώνα, την οποία εγνώριζα μέν κατ όνομα, αλλά τίποτε άλλο το ιδιαίτερο δεν είχα σε γνώση, για εκείνην τη μορφή των νεοελληνικών μας γραμμάτων.
Την επόμενη ημέρα συγκλονισμένος πραγματικά, πήγα στο το Α΄νεκροταφείον των Αθηνών όπου ψάχνοντας έμαθα πως είχε ταφεί. Το μνήμα αυτής της κοπέλας δεν υπήρχε πια.
Έτσι εσκόρπισα τα ελάχιστα άνθη που της είχα αγοράσει, είς τον άνεμο με την πεποίθηση πως εκείνη έλαβε το μήνυμα μου και γώ το δικό της. Έκτοτε δεν «ξαναειδωθήκαμε» , μα πάντα την νιώθω κάπου εδώ γύρω, νιώθω πως μένει ακόμη ανικανοποίητη απο μιάν ζωή που δεν έζησε και πως ένα από τα χειρότερα που μπορούν να συμβούν, είναι το «ατύχημα» του ανεκπλήρωτου έρωτα, ενός έρωτα χωρίς ανταπόκριση που γεννά όμως κάτι άλλο, διότι τίποτε εν τω βίω δεν χάνεται παρά μόνον μετασχηματίζεται.
Η Μαρία γεννιέται σαν ψέμα την 1η του Απρίλη στα 1902 στην Καλαμάτα. Κόρη του Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, τελειώνει το Γυμνάσιο εκεί μα παρακολουθεί και μαθήματα στο Αρσάκειον των Αθηνών επί διετία Στα γράμματα εμφανίζεται απο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» που μιλά για τον χαμό των ναυτικών. Στα δεκάξι της χρόνια διόριζεται δημόσιος υπάλληλος και στα 1920 χάνει εντός σαράντα ημερών και τους δυό γονείς της, χτύπημα φοβερόν για κείνη την τόσο ευαίσθητη ψυχή.
Στα 1921 με την ευκαιρία της μετάθεσης της στην Αθήνα, εγγράφεται στην νομική σχολή του πανεπιστημίου, ενώ την ίδια στιγμή στην υπηρεσία της γνωρίζεται με τον Κώστα Καρυωτάκη , επίσης πέρα απο συνάδελφο και
ομότεχνο της. Η σχέση τους δεν ολοκληρώνεται ποτέ απο όσο δείχνουν τα πράγματα μιάς και ο Καρυωτάκης εν τω μεταξύ έχει προσβληθεί απο σύφιλη, η οποία ήταν ανίατη ασθένεια τότε.
Στα 1924 η Μαρία θα γνωρίσει τον μοναδικό άνθρωπο που φτάνει να αρραβωνιαστεί, τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, έναν πλούσιο νέο της εποχής, μα η καρδιά της αποζητά τον πρότερο έρωτα του Καρυωτάκη, έτσι
στα 1926 διαλύει τα πάντα, χάνει την δουλειά της στο δημόσιο και φεύγει για το Παρίσι . Εκεί σπουδάζει ραπτική μα δεν προλαβαίνει να εργαστεί επάνω στο αντικείμενο της διότι προσβάλλεται από φυματίωση.
Στα 1926 εκδίδει και την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 την δεύτερη συλλογή με τίτλο «Ηχώ στο χάος». Γράφει ακόμη έν προσωπικό ημερολόγιο και μιά νουβέλα –
κατηγορώ στον ψευτοσυντηρητισμό του τότε, ενάντια στα αυστηρά ήθη της εποχής της. Περνά στην αιωνιότητα στις 29 Απρίλη του 1930. Έτσι απλά η πνοή της πετά προς την αντίπερα όχθη, ως ένα λαβωμένο πουλάκι που έζησε και δεν
έζησε, την ονειροφαντασία του βίου….
Αυτή ήταν η μικρή, πικρή ιστορία της Μαρίας. Μιάς γυναίκας ευαίσθητης που ήρθε να ζήσει σε έναν κόσμο σκληρόν που δεν σηκώνει τις ευαίσθητες ψυχές και ή τις καθυποτάσει ή τις στέλνει στον Θάνατο πριν την ώρα τους. Η Μαρία αγάπησε πραγματικά και για αυτό τιμωρήθηκε απο την μοίρα, ώρες ώρες σκέπτομαι πως αν τελικά όλα ήταν καλά με τον Καρυωτάκη θα είχαμε χάσει αμφότερους απο την ποίηση και κάπως έτσι προσπαθώ να παρηγορήσω και εκείνη όταν συζητούμε νοερά όπως κι απόψε.
Αξίζει άραγε μιά ολάκερη ζωή για πέντε αράδες σε ένα παλιό βιβλίο ;
Αξίζει μιά αιωνιότητα και μια υστεροφημία ως αντάλλαγμα μιάς προδομένης λιγόχρονης ζωής ;
Μόνον ο δημιουργός μας το γνωρίζει.
Παραθέτω λίγες στροφές της Μαρίας Πολυδούρη.
Δεν τραγουδώ παρά γιατι μ΄αγάπησες… *Οι δύο πρώτες στροφές
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
σε περασμένα χρόνια
και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
‘μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Δε θα ξανάρθεις πιά…. *Οι δύο τελευταίες στροφές
Δὲ θἄρθης! …Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.
Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;
Βράδι στο Ζάππειο…. *Οι δύο πρώτες στροφές
Τὴν ὥρ᾿ αὐτὴ ποὺ δὲ λυπᾶμαι
κόπη ὁ δεσμὸς μὲ τὴ ζωή.
Εἶμαι ἄδεια θήκη ἀποθεμένη
μέσα στοῦ κόσμου τὴ βοή.
Ἄλλοι μὲ βλέπουν μ᾿ ἕνα βλέμμα
ποὺ ὑπόσχεται τὸν οὐρανό.
Ἄλλοι τὴν κόλαση μοῦ δείχνουν
μέσα σὲ πλαίσιο φωτεινό.