Από τη Χρύσα Ζανεσή- Αλεξάκη%cf%87%cf%81%cf%8d%cf%83%ce%b1-%ce%b6%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%83%ce%ae-1

 

«Oυπς! Ωχ! Άντε πάλι! Πάλι κλαις; Για όνομα του θεού δεν ευχαριστήθηκες ακόμα;» Η Εύα έστρεψε το πρόσωπο και έστειλε το βλέμμα της να φτάσει ψηλά . Προσπάθησε να διαπεράσει το μονότονο και μουντό γκρίζο του ουρανού, αναζητώντας το φωτεινό γαλανό! Τα πυκνά σύννεφα την εμπόδισαν να δει την ποθητή της απόχρωση. Μέρες τώρα εκείνος είχε φορέσει ένα απαίσιο πανωφόρι το οποίο δεν του πήγαινε καθόλου. Γκρίζα και μαύρα σύννεφα, το κέντησαν με περίσσια υπομονή και χάρη, αφαιρώντας από την απεραντοσύνη του το χρώμα που τον χαρακτηρίζει. Το γαλάζιο.

«Δεν χόρτασες ακόμα να δακρύζεις;» Αναρωτήθηκε ξανά η Εύα. Μια χοντρή σταγόνα βροχής έπεσε με δύναμη, σαν δάκρυ τ΄ ουρανού στην άκρη των χειλιών της, προκαλώντας της ένα μικρό πόνο.

«Πέντε μέρες είσαι μελαγχολικός και κλαμένος. Γιατί; Ποιος σε πλήγωσε; Ποιος είναι άραγε ο αίτιος που σε στενοχώρησε; Άκου ουρανέ την συμβουλή μου, γύρνα σελίδα και βάλε τα γιορτινά σου! Φόρεσε το λαμπερό σου χρώμα και άφησε ελεύθερα τα λευκά σύννεφα να βγουν σεργιάνι στο απέραντο γαλάζιο σου! Δώσε στον ήλιο την ελευθερία του να προβάλει και να ζεστάνει την παγωμένη σου καρδιά. Ίσως έτσι να σε βρει και ο θεός του έρωτα, να σε σημαδέψει με το βέλος του και ερωτευτείς, όπως σημάδεψε και μένα και ερωτεύτηκα!! Μέσα σε αυτήν την παγωνιά, εγώ φλέγομαι από την φωτιά της αγάπης! Επέτρεψε στον ήλιο να βγει ουρανέ!! Άνοιξε τα σκοτεινά κελιά σου και χάρισέ του την ελευθερία! Μην τον κρατάς φυλακισμένο πίσω από την μαύρη συννεφιά σου! Καμάρωσε εμένα, δεν μπορείς να με κρατήσεις φυλακισμένη στη θαλπωρή του σπιτιού μου, ούτε με την μονότονη και λυπημένη βροχή σου, ούτε με το τσουχτερό σου κρύο! Δεν πτοούμε να βγω στους δρόμους και να φωνάξω πόσο χαρούμενη είμαι, πόσο ευτυχισμένη! Καμία θερμοκρασία των μείον 2 βαθμών, καμιά μπόρα δεν μπορεί να σκιάσει την χαρά μου! Δες, με πάγωσες, σε λίγο από την ζήλια σου θα με κάνεις και μούσκεμα, προκειμένου να εμποδίσεις τον δρόμο μου, ώστε να μη φτάσω στον προορισμό μου. Όμως εγώ προχωράω εκεί που με οδηγεί η καρδιά! Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο πέρασμα μου, ωσότου να βρεθώ κοντά σε αυτόν που αγαπώ! Να του εξομολογηθώ ακόμα μια φορά τον έρωτα μου, την μεγάλη την ατελείωτη αγάπη μου! Να χωθώ στην αγκαλιά του και να γευτώ τα χάδια του, τον έρωτα του! Τι σημασία έχει αν κάνει κρύο! Η αγκαλιά του είναι καυτή, από τις φλόγες της αγάπης του! Τα χάδια του θα ζεστάνουν το κάθε εκατοστό του κορμιού μου! Ο έρωτας του είναι ηφαίστειο, έτοιμο να εκτοξεύσει την λάβα του στα δικά μου σωθικά! Κανένας χειμώνας, καμιά βαρυχειμωνιά δεν μπορεί να εμποδίσει την φωτιά της αγάπης να ανάψει! Καμιά βροχή, καμιά ξαφνική νεροποντή δεν μπορεί να την σβήσει! Κανένα χιόνι δεν μπορεί να την καταψύξει! Εκείνη γλιστρά πάνω του σαν καλλίγραμμη σταρ του πατινάζ και ξεφεύγει, μεγαλώνει, θεριεύει ακόμα και στη καρδιά του χειμώνα! Σκούπισε λοιπόν ουρανέ τα δάκρυα σου! Πέταξε τα μαύρα πανωφόρια σου, διώξε τα σύννεφα και άσε να βγει υπέρλαμπρος ο ήλιος. Ένας χειμωνιάτικος ήλιος είναι ότι καλύτερο για μια ερωτευμένη καρδιά όπως η δική μου!»

______________________________________________________________________________________

 

Με λένε Χρύσα, όμως με φωνάζουν και Σούλα. Με το Χρύσα υπογράφω σαν συγγραφέας και με το Σούλα σαν κομμώτρια. Έχω δύο πατρίδες, την Κρήτη όπου γεννήθηκα και την Ρόδο που μεγαλώνω μέχρι και σήμερα. Φυσικά είμαι παντρεμένη, μητέρα και γιαγιά! Αισθάνομαι πολύ τυχερή γιατί μοιράζομαι σε δύο μεγάλες αγάπες. Την κομμωτική και την συγγραφή!. Όταν δεν κουρεύω γράφω! Τα βιβλία μου γράφονται στο κομμωτήριο. Είμαι ανήσυχο πνεύμα, αλλά ήσυχος άνθρωπος. Εν ολίγης έχουν εκδοθεί τέσσερα βιβλία μου και έχω βραβευτεί αρκετές φόρες πανελληνίως. Είμαι η Χρύσα, Σούλα Ζανεσή Αλεξάκη.