Από τη Νίτσα Μανωλά
Έκλαψα… Ναι, έκλαψα πολύ.
Πόνεσα… Σαν να ‘χα πληγές αόρατες που ακατάπαυστα αιμορραγούσαν. Πληγές που δεν έβλεπε κανείς πίσω από το βεβιασμένο χαμόγελο μου.
Χτυπήθηκα στα πατώματα… Ποδοπάτησα κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια, χτυπώντας μια πόρτα που είχε κλείσει ερμητικά.
Τη δική σου πόρτα!
Την έκλεισες χωρίς να αφήσεις ούτε μια τόση δα χαραμάδα για να μπω και πάλι μέσα.
Μίλησα σε φίλους και γνωστούς αναζητώντας να μάθω το γιατί.
Προσπάθησα!
Κυνήγησα μια αγάπη που μου είχες πει πως ειν’ αληθινή. Μου είχες υποσχεθεί πως ΘΑ υπάρχει. «Για πάντα» είχες πει κι εγώ το πίστεψα.
Αυτό που δεν μου είπες είναι πως το «πάντα» ζει μόνο δίπλα στο «ποτέ» και το «τίποτα».
Τίποτα –λοιπόν- δεν ζει για πάντα. Κι εγώ… Εγώ, μίσησα το ποτέ.
«Ποτέ εμείς οι δύο δεν θα τα καταφέρουμε» και «Δεν νιώθω τίποτα, πια, για σένα»
Λόγια που πόνεσαν. Λέξεις που κάρφωσαν.
Έκαναν τις πληγές μου να τρέχουν ακόμα περισσότερο.
Κλείστηκα μέσα. Άνθρωπος να μην βλέπει την κατάντια μου. Τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια μου, το θολό από την αυπνία δέρμα μου. Να μη δουν την εξαθλίωση μου και στο πουν.
Δεν ήθελα τη λύπηση σου… την αγάπη σου αποζήτησα.
Χάθηκα στα σοκάκια των σκοτεινών σκέψεων που με περιτριγύριζαν… Εξαφανίστηκα στον καπνό του τσιγάρου που εισέπνεα… Πνίγηκα στο ποτήρι με το ουίσκι που καυτηρίαζε τις πληγές μου…
Χάθηκα!
Βασανίστηκα μερόνυχτα άυπνη ψάχνοντας να βρω το γιατί. Προσπαθώντας να βρω που φταίω. Μέχρι που κατάλαβα πως ότι και να έκανα εσύ είχες φύγει. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να σε κρατήσω με το ζόρι.
Δεν μπορούσα να σε φυλακίσω!
Μπορώ και χωρίς εσένα, φώναξα, τότε, για να μ’ ακούσω!
Μπορώ και χωρίς εσένα, ούρλιαξα χτυπώντας τα χέρια μου στον τοίχο.
Ναι! Σίγουρα μπορώ!
Αυτό που δεν μπορώ όμως είναι να μείνω χωρίς … ΕΜΕΝΑ!
Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον εαυτό μου! Εμένα, τώρα πρέπει να βρω! Να μαζέψω τα κομμάτια που άφησες πίσω σου και να συνεχίσω.
Να σε φυλακίσω – κομμάτι πολύτιμο- σε μια γωνιά της καρδιάς μου και να προχωρήσω μπροστά. Να βρω… ΕΜΕΝΑ που έχασα αναζητώντας σε!