από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Για την ελπίδα που εξαϋλώθηκε, την αγάπη που έσβησε, και τη σελήνη που χάθηκε σαν βλέμμα ντροπαλό στης νύχτας το μαύρο βέλο, υπήρχε ανέκαθεν εξήγηση. Πικρή μεν, αλλά επαρκής. Η πρώτη πνίγηκε στα κύματα μιας πραγματικότητας που τσάκισαν τη σχεδία του πολυπόθητου στόχου, η δεύτερη θυμίζει εκπληρωμένη προφητεία και ως τέτοια ξεθώριασε, η τρίτη ανταγωνίστηκε στη χάση της τα νέφη, και αυτά, μια συμμορία φθονερών και αποτυχημένων καλλιτεχνών του ουρανού, φρόντισαν να θάψουν το πρώιμο φως της στον κόρφο τους. Για τον ανεκπλήρωτο έρωτα, το μονόδρομο αυτό σκίρτημα της καρδιάς, την αυτιστική αυτή αναζήτηση της ψυχής για όαση στις πλέον αφιλόξενες ερήμους των ανθρώπινων θέλω, υπάρχει άραγε εξήγηση; Ή πιο σωστά, θεραπεία;

 

Ο έρωτας, είτε τον δεις σαν λεωφόρο, είτε σαν ξεχαρβαλωμένη συνοικία στη μέση του πουθενά, είναι απλός. Δεν πρόκειται ούτε για επιταγή χωρίς αντίκρισμα, ούτε για ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο.

Αν τον βρεις, δεν είναι παρά ζεστό, κολλαριστό χρήμα. Είναι ζωή οργανωμένη κατά τα όνειρά μας. Χαρίζει τόλμη, ευφυΐα, μαγεία και δύναμη, κι είναι αυτός που σε ρωτά ευθέως αν διαθέτεις το κουράγιο να αφήσεις το εγώ σου να αφομοιωθεί στου άλλου. Δίνει μάχες ενάντια σε ό,τι δεν είναι αμοιβαία τέλειο, μοιάζει στο χρόνο και την παλίρροια: δεν περιμένει τίποτα και κανέναν. Έρωτας! Η νόσος που προσβάλλει ταυτόχρονα κεφάλι, καρδιά και αισθήσεις.

Έρωτας! Μετρημένες λευκές νύχτες στα δάχτυλα του ενός χεριού, και ύστερα τίποτα πια. Αναμνήσεις έρωτος! Θερινές ζέστες που τις σαρώνει η πρώτη καταιγίδα των ματιών.

Σκέψεις περί χαμένων παραδείσων! Παραγωγές ενός ονειροπόλου, ενός στοχαστή, ενός αναλυτικού φιλόσοφου. Ή όπως θα το έθετε με κακεντρέχεια η μοίρα, ένα μάτσο φαντασιώσεις ενός ηλιθιωδώς αθώου τύπου που υπήρξε συναισθηματικό δεκανίκι κάποιας Νάστενκα. Μέχρι τουλάχιστον να έρθει ο ένοικος και να αρπάξει την παρ’ ολίγον ολοκληρωμένη ευτυχία μέσα απο τα χέρια του.

Αγία Πετρούπολη, 1847. Ένας μοναχικός άντρας που αντιλαμβάνεται τον έρωτα, όπως ο σκλάβος την ελευθερία, ο ελεύθερος τα πλούτη, ο πλούσιος τη δύναμη, κι ο δυνατός την αιωνιότητα, ένας άντρας, του οποίου υπεκφυγή ενάντια στην αφόρητη ανία της πραγματικότητας αποτελεί η προσκόλληση στο απόλυτα ιδεατόν, συναντά την ελκυστική Νάστενκα που αμέσως σκλαβώνει την καρδιά του. Σταδιακά, εισέρχεται στο φαγοπότι της λογικής των πραγμάτων κι ούτε που φαντάζεται πως απο καλεσμένος, πολύ σύντομα θα καταλήξει το κυρίως πιάτο. Η γοητευτική νεαρή είναι ερωτευμένη εδώ και ένα χρόνο με έναν άλλον άντρα που όλα δείχνουν πως έχει αθετήσει το λόγο του απέναντί της και πια την έχει λησμονήσει. Πληγωμένη απο την συμπεριφορά του που αποτελεί το προσωπικό θλιβερό μυστήριό της προς επίλυση, η Νάστενκα δεν θα αρνηθεί τη φιλία της στον αφηγητή. Υπό έναν όρο όμως: ό,τι κι αν νιώσει για ‘κείνη πέρα απο την τρυφερότητα που προκύπτει απο τις διεξοδικές συζητήσεις τους, αμέσως να το καταπνίξει προτού ωριμάσει, προτού ριζώσει, προτού τη φέρει σε δύσκολη θέση.

Ο αφηγητής αποδέχεται τον όρο, αλλά ποιός έρωτας κάθεται όπου τον βάλουν σαν φρόνιμο νήπιο, υπάκουο κι υποταγμένο στην αυστηρή ματιά της μαμάς του;

 

Ο αιθεροβάμων αφηγητής πλάι στη Νάστενκα αρχίζει να ενώνει το παζλ ενός θρυμματισμένου παραδείσου που βρίσκεται πάνω στη γη για τούτον ακριβώς τον ιερό λόγο. Της μιλά για τη ζωή του, σχεδόν την αποπλανεί λεκτικώς σαν έμπειρος εραστής με την χαρακτηριστική ντοστογιεφσκική ευγλωττία, και μοιάζει να μετρά το χρόνο όπως ο μεταγενέστερός του, Μπόρχες. Δηλαδή, με το να είναι κοντά της και να μην είναι. Δεν αργεί να βάλει τα δικαιώματά της πάνω απο τα συναισθήματα που τού τρυβελίζουν την ψυχή και τα συναισθήματά της πάνω τα δικαιώματά του. Ως πρωτόπειρος στον έρωτα, αγνοεί σαφώς πως ο έλεγχος κάθε σχέσης είναι στα χέρια αυτού που ενδιαφέρεται λιγότερο, και παρόλο που την βοηθά να επαναπροσεγγίσει κάποιον που μοιάζει να την έχει ξεχάσει, τής φανερώνει ταυτόχρονα τα μύχια αισθήματά του, πράγμα που η Νάστενκα είχε διακρίνει απο καιρό. Ο αφηγητής έχει υποπέσει σε ένα ολέθριο σφάλμα: έκανε προτεραιότητά του μια γυναίκα που τον βλέπει ως δεύτερη επιλογή και η επιστροφή του ενοίκου, του μεγάλου ανώνυμου έρωτά της, εκεί όπου τον είχαν ξεγραμμένο, εκεί όπου έμοιαζε εκείνη επιτέλους να ανοίγεται στον αφηγητή και να τού επιτρέπει όλο και μακρύτερες διαδρομές στην καρδιά της, θα τον στείλει πάλι στο μηδέν. Θα δώσει ένα χαστούκι στην ονειροπόλησή του και θα σπάσει τον καθρέφτη με το είδωλο της μελαχρινής Νάστενκα που πλέον απομακρύνεται με τον άντρα που πάντα βασίλευε εντός της.

Όσο ξημερώνουν οι «Λευκές Νύχτες» του εξίσου ονειροπόλου, ευσυνείδητου κι ευαίσθητου Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, που εκδόθηκαν το 1848, ο αναγνώστης νιώθει έντονη την ανάγκη να βάλει μιαν αγριεμένη φωνή εκ μέρους του αφηγητή, που θα σπάσει τα τύμπανα της Νάστενκα. Ένα «Δε σας προτιμά απλώς, σας αγαπά αληθινά» ίσως την τραβήξει άγαρμπα απο το μπράτσο πριν χαθεί για πάντα, ή κάτι του τύπου «Για όνομα του Θεού, μη φεύγετε! Αφήστε τον να σας αγαπά» ίσως την πείσει για κάτι που έγραψε ο Ντίκενς αυτή τη φορά, ότι δηλαδή ως γυναίκα αγαπήθηκε. Ενάντια στη λογική, τη βεβαιότητα, την ηρεμία, την ελπίδα, την ευτυχία.

Διότι ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση είναι δρομέας μεγάλων αποστάσεων υπό την επήρεια αναβολικών. Διαρκεί περισσότερο απο όλους, παρά τις κυρώσεις που θα του επιβληθούν. Βαθιά συμπονετικός και φιλεύσπλαχνος ο συγγραφέας προς όλα τα άτομα που παρασύρονται πιο εύκολα, μια κι ο ίδιος ανήκει σ’ αυτά, γράφει τούτη την ιστορία για την ανθρώπινη μοναξιά, το τσαλάκωμα της ελπίδας, τον ήχο των τακουνιών της αγάπης καθώς φεύγει, αφήνοντας πίσω τη γλυκιά μελαγχολία των τελειωμένων πραγμάτων, και μάς αιχμαλωτίζει 170 χρόνια αργότερα, καθώς όλοι έχουμε και θα συνεχίσουμε να έχουμε εμπειρία πάνω σ’ αυτές. Γραμμένο απο τον ανήσυχο δημιουργό των κλασικών «Έγκλημα & Τιμωρία», «Ο παίκτης», «Αδελφοί Καραμαζώφ», «Οι Δαιμονισμένοι», απο εκείνον που η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε τον Τολστόι και τον έκανε να ξεσπάσει σε κλάματα, τιθασεύει δεξιοτεχνικά τις εξάρσεις του αναγνώστη ψιθυρίζοντάς του στο αυτί: «Όλα είναι εντάξει, μπορείς να ανοίξεις τα μάτια τώρα.

Πες πως ήταν όνειρο. Ή καλύτερα, η περιπέτεια ενός ρομαντικού ερημίτη. Μην κλαις επειδή τελείωσε. Χαμογέλα επειδή συνέβη.»