Της Δρ. Δήμητρας Καμαρινού*.

Εχω ακόμα την εικόνα του μαχαιριού για τα χόρτα, με τη λάμα του λίγο υγρή και λερωμένη από τα χώματα, πάνω στην πρόχειρη μαύρη ποδιά της γιαγιάς μου μαζί με σβώλους χώμα και ρίζες από τα καθαρισμένα χόρτα. Και δίπλα της το πλεκτό καλάθι γεμάτο με χόρτα. Σαν αυτό που βρήκα τυχαία και φωτογράφισα σε ένα χωράφι περπατώντας την άνοιξη.

Τα αυτοφυή χόρτα κατείχαν ήδη από την αρχαιότητα σημαντική θέση στη διατροφή του τόπου μας. Εκτός από τις ιδιαίτερες ονομασίες των διαφόρων ειδών των χόρτων, στους αρχαίους Ελληνες συγγραφείς γίνεται συχνά λόγος για «λάχανα», όρος που χρησιμοποιείται ακόμα από τις γιαγιάδες στα χωριά για να περιγράψει τα διάφορα είδη άγριων χόρτων, κυρίως αυτά που χρησιμοποιούνται στις πίτες.

Τα ραδίκια (Cichorium sp.) θεωρούνταν υγιεινή τροφή και εύπεπτη από τους αρχαίους και τους βυζαντινούς (Θεόφρ. Η.VI.1,3, Διοσκ. ΙΙ.137,159, Ορειβ.Λογ. Δ΄, ιε), όπως και η πικραλίδα, το αγριοράδικο (Taraxacum sp.). Ακόμα και η ρίζα του ζοχού είναι εδώδιμη κατά το Θεόφραστο (Sonchus oleraceus) (Θεοφρ. Ζ.IV.8). Τους σπόρους της  βρούβας, της λαψάνης, (Sinapis alba) οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως καρύκευμα που έμοιαζε στη γεύση με τη μουστάρδα.

Αριστο στομαχικό βότανο χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως ανοιξιάτικο αποτοξινωτικό ρόφημα. Το λάπαθο (Rumex sp.) καλλιεργείτο στην αρχαιότητα (Θεόφρ. Η.IV.1, V.1,  Διοσκ. ΙΙ.114, Αθήν. Β.61c). Η φωτογραφία δείχνει ένα λάπαθο στην πηγή του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Στυμφάλου στη θέση που υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα κρήνη. Επομένως μια τέτοια εικόνα μπορεί να μη διέφερε από εκείνης της εποχής. Το λάπαθο χρησιμοποιείτο από τη λαϊκή βοτανοθεραπευτική τόσο σε εξωτερική χρήση κατά των δερματοπαθειών (ακμή, αποστήματα) όσο και σε εσωτερική χρήση ως ευστόμαχο ή εμμηναγωγό.

Το «υδατωδέστατον βλίτον» (Amarantus blitum) καλλιεργούσαν στην αρχαιότητα για τα εδώδιμα φύλλα και για τους σπόρους του (Αθήναιος Β 66d). Για τις ευτελείς του όμως ιδιότητες θεωρούσαν «το βλίτον μωρόν είναι», αναλογικά ονόμαζαν «βλιτάδας» τις ευτελείς γυναίκες και «βλίτωνας» τους αήθεις.

Λάπαθο.

Πολλοί συγχέουν την οβριά (Tamus communis) με το σπαράγγι. Είναι όμως μικρότερη, αναρριχάται πάνω σε θάμνους και τα βρώσιμα βλασταράκια της δε φυτρώνουν στο έδαφος, όπως του σπαραγγιού, αλλά στις άκρες των βλαστών. Για το σπαράγγι (Asparagus acutifolius) παραδίδεται ένας μύθος που το συνδέει με την Κορινθία. Η Περιγώνη, η πολύ όμορφη κόρη του ληστή Σίνη του Πιτυοκάμπτη, κρύφτηκε στον Ισθμό της Κορίνθου μέσα σε ένα άγριο σπαράγγι, όταν ο Θησέας τη ζήτησε σε γάμο, αφού είχε νικήσει τον πατέρα της.

Το σπαράγγι ήταν πολύ γνωστό στην αρχαιότητα (Θεόφρ. Ζ.Ι.3, Διοσκ.Ι.125). Ο Αθήναιος (Β 62 e) θεωρούσε ότι τα καλύτερα σπαράγγια είναι τα άγρια των βάλτων και των βουνών και ότι έχουν θεραπευτικές ιδιότητες για όλες τις αρρώστιες των σπλάχνων. Οι κεφαλές των σπαραγγιών είναι πλούσιες σε μαγνήσιο, φώσφορο και βιταμίνες, ενώ περιέχουν και μια ουσία, την σπαραγγίνη, η οποία θεωρείται απαραίτητη για την ανάπτυξη, τον πολλαπλασιασμό και την ανανέωση των κυττάρων του σώματος.

Τα παραπάνω είδη χόρτων χρησιμοποιούνται κυρίως για βραστές σαλάτες. Μερικά είδη, όπως αυτά που ακολουθούν χρησιμοποιούνται ωμά στις σαλάτες. Η ρόκα (Eruca sp.) είναι το «εύζωμον» των αρχαίων, η αγαπημένη τροφή των μαθητών του Θεόφραστου σύμφωνα με τον Αθήναιο (130 d). Η αντράκλα (Portulaca oleracia) λέγεται και γλιστρίδα και στην αρχαιότητα «αδράχνη» (Θεόφραστος 7.4.1). Την κατανάλωναν ωμή στη σαλάτα, όπως και σήμερα.

Η κάπαρη (Caparis sp.) είναι ακανθώδες φυτό με εντυπωσιακά άνθη με πολυάριθμους στήμονες που προεξέχουν, που σήμερα την τρώμε τουρσί. Η «κάππαρις» των αρχαίων ήταν γνωστή ως ορεκτικό και ως άρτυμα (Θεοφρ.Α.ΙΙΙ.6, Διοσκ. De Herbis Femininis 59, Αθήν. Β 63).

Οι αγρότες των χωριών, όταν έφευγαν παλιότερα για το χωράφι, κουβαλούσαν μέσα στο ταγάρι τους ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί, ελιές και κρεμμύδια. Μια συνήθεια που φαίνεται ότι κρατάει από την αρχαιότητα. «Αλλά ας πηγαίνει ο καθένας κουβαλώντας στο ασκίδιό του για να τρώει, ψωμί και δύο κρεμμύδια και τρεις ελιές», διακωμωδεί ο Αριστοφάνης το λιτό γεύμα των στρατιωτών (Εκκλ. 306-308). Τα κρεμμύδια και τα σκόρδα (Θεοφρ. Η.IV.7-12) καλλιεργούνταν από την αρχαιότητα ως λαχανικά ή αρτυματικά.

Το «κρόμμυον» πρωτοαναφέρεται στα ομηρικά έπη ως προσφάγι για το ποτό (Λ 630, ν 233), συνήθεια που ισχύει στα ορεινά μας χωριά ακόμα και σήμερα. Στην ελληνική γη υπάρχουν πολλά αυτοφυή είδη του γένους allium (σκόρδων), που ξεχωρίζουν από την έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά τους. Τα σκόρδα αναφέρονται σε πολλά κείμενα αρχαίων, όπου αφενός σχολιάζεται η χαρακτηριστική μυρωδιά τους, αφετέρου θεωρούνται ως τονωτικά ορεκτικά. Τα σκόρδα αποτελούσαν το κύριο συστατικό της σκοροδάλμης, της σκορδαλιάς των αρχαίων (Αριστοφάνης Ιππ. 199, 1094-95, Εκκλ. 291). Είδος σκοροδάλμης ήταν και ο «μυττωτός» (Θεοφρ. Η.IV.15), εύχυλο παρασκεύασμα από τυρί, σκόρδα, αυγά, μέλι και λάδι που παρασκευαζόταν στην «θυείαν», στο γουδί (Αριστοφάνης Ειρ. 273, 230-237).

Οι βολβοί ήταν προσφιλές έδεσμα των αρχαίων. Ο Aθήναιος τους αφιερώνει ένα μεγάλο κεφάλαιο ξεκινώντας από την απέχθεια του Ηρακλή για αυτούς. Παρασκευάζονταν με αφθονία «ηδυσμάτων», διότι είχαν πικρή γεύση. «Το βολβό, αν θέλεις σκέψου, πόσα σπαταλάει για να είναι εύγευστος, τυρί, μέλι, σουσάμι, λάδι, κρεμμύδι, ξύδι, σιλφίον, διότι αυτός από μόνος του είναι πονηρός και πικρός» αναφέρει ο Φιλήμονας (Αθήναιος Β 64f). Ένα βυζαντινό σχόλιο στο Διοσκουρίδη αναφέρει ότι ο βρώσιμος βολβός μαγειρεμένος με κριθάρι και χοιρινό λίπος κάνει τα οιδήματα και τα φύματα να θεραπεύονται και να σπάζουν γρήγορα. Μάλλον πρόκειται κυρίως για το βολβό του Μuscari comosum που σήμερα χρησιμοποιείται στη χημειοθεραπεία του καρκίνου.

Παρόλο που οι βολβοί θεωρούνταν αφροδισιακοί (Αριστοφάνη Εκκλ. 1091-92), οι αρχαίοι είχαν την παροιμία «Καθόλου δε θα σε ωφελήσει ο βολβός, αν αντρικό νεύρο δεν έχεις» (Αθήναιος Β 64b).

Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τις βραγιές ολόγυρα στα υψηλόκορμα δέντρα κάποιων δρόμων της Αστόριας, μπορεί να διακρίνει να φυτρώνουν βλήτα, σπαρτά. Κάποιοι ομογενείς προσπαθούν να κρατήσουν τις διατροφικές συνήθειες της πατρίδας, έτσι όπως κρατάνε και τις συκιές και τις κληματαριές στους χιονιάδες της Νέας Υόρκης. Και οι μπροστινοί πάγκοι των μεγάλων μανάβικων της περιοχής είναι γεμάτοι χόρτα στην εποχή τους. Οντας στον αντίποδα των τροφών που συμβάλλουν στην παχυσαρκία, οι διαιτολόγοι τα εκτιμούν για την κυτταρίνη, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία τους και οι βοτανοθεραπευτές συνιστούν να πίνουμε ακόμα το ζωμό τους. Μια μακραίωνη υγιεινή παράδοσή μας.

*Η Δρ. Δήμητρα Καμαρινού είναι αρχαιολόγος – φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια Wurzburg και Bochum της Γερμανίας και μεταδιδακτορικό στη Βρετανική Σχολή Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής. Εχει πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο και έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.

https://www.ekirikas.com/%CF%80%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%8C%CF%81%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B7/