Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
««Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ὁμὲρ Βριόνη,
τὸ Σούλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακώνει.
Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! ἀκοῦς, σουρίζουν
ζεστὰ τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν.»
«Η Φυγή», Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Επανέρχομαι εκ νέου είς το τεράστιον ζήτημα του πολιτισμού και των εικόνων και παραστάσεων, που μας παρέχει ως αίτιο δημιουργίας προτύπων. Σήμερα η νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση για λόγους όπου έχω ήδη αναφερθεί και αλλού στην σειρά αυτή των άρθρων μου που σκοπό έχουν την ανάδειξη προσωπικοτήτων του πνεύματος του παρελθόντος κόσμου, ο «πνευματικός κόσμος» της χώρας, αναλώνεται σε ως επί το
πλείστον σε αθλιότητες, απεμπολώντας τις μεγάλες ιδέες και την αναπόληση του ένδοξου ιστορικού μας παρελθόντος.
Που στέκουν σήμερα στο πάνθεον του πνευματικού μας κόσμου όλοι εκείνοι οι πνευματικοί ταγοί του παρελθόντος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος μα και έτεροι λιγότερο σημαντικοί ; Ευρίσκονται
δυστυχέστατα, είς το περιθώριον θαπτώμενοι καθημερινώς εκ της αχλής της λήθης και της θολοκουλτούρας, την οποία επιβαρύνει επιπλέον και η σημερινή μας δεινή κατάστασις γενικώς. Εν ολίγοις, κατάστασις γενικώς απoπνικτική.
Μα τώρα, σήμερα, είναι η στιγμή της εκ του τάφου αναστήσεως όλων των
σημαντικών μας πνευματικών ανθρώπων, τώρα τους έχει ξανά ανάγκη τούτος
ο πολύπαθος τόπος, ως φάρους φωτεινούς, φάρους πνευματικούς οι οποίοι
δύνανται δια ακόμη μίαν φοράν να καταδείξουν τον δρόμο είς όλους εμάς
τους αδαείς, όλους εμάς του πνευματικούς ναυαγούς, χωρίς Ιθάκη του
πνεύματος να μας αναμένει.
Μα ας περάσουμε είς το προκείμενο. Περί Αριστοτέλους Βαλαωρίτη,
ποιητή της Επτανησιακής μας σχολής αλλά και πολιτικού, ξεκινώντας με την παράθεση ορισμένων βιογραφικών στοιχείων αναφορικα΄με την κατά σάρκαν ύπαρξη αυτού του σημαντικού πολυεπίπεδου ανθρώπου και
προσωπικότητας, η οποία εχάραξε με τον δικό της τρόπο, το όνομα της επάνω είς την στήλη της πνευματικής μας κρήνης.
Πρωτοβλέπει το φώς αυτού του κόσμου είς τα 1824 στην νήσο της Λευκάδας την πρώτη του Σεπτέμβρη, γόνος οικογένειας εύπορης, γιός του Ιωάννη Βαλαώρα εξ Ευρυτανίας και της ευγενούς καταγωγής Αναστασίας Τυπάλδου
– Φορέστη.
Οι οικογένεια του καλλιεργημένη ούσα, τον εβαπτίζει με το αρχαιοελληνικόν όνομα «Αριστοτέλης» και εκείνος έχοντας όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια, ξεκινά την ζωή του μαθαίνοντας τα πρώτα του
γράμματα στην Λευκάδα, ενώ αργότερα θα συνεχίσει τις σπουδές του είς την Ιόνιο Ακαδημία. Μετέπειτα θα ταξιδέψει τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία ως ήταν σύνηθες είς την εποχήν του για ανθρώπους του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και είς Γενεύην, το Παρίσι και αλλού στην ακμάζουσα πνευματικώς Ευρώπη.
Στις δέκα Ιουνίου του 1852, νυμφεύεται την Ελοίζα Τυπάλδου και αποκτά επτά εν το συνόλω τέκνα αν και τρία εξ αυτών αποθνήσκουν σε νεαρότατη ηλικία. Ο Βαλαωρίτης εμπλέκεται και λόγω του περιβάλλοντος του με την
πολιτική και έτσι είς τα 1857 εκλέγεται βουλευτής είς την Ιόνιο Βουλή και έκτοτε μάχεται σφόδρα υπέρ της ένωσης των Ιονίων νήσων με την μητέρα Ελλάδα.
Έπειτα απο την ένωση των νήσων με την πατρίδα, θα σταλεί ως εκπρόσωπος της Ιονίου βουλής στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση, ενώ θα εκλεγεί για ακόμη δύο φορές βουλευτής, είς τα 1865 και 1868. Συντάσεται επίσης
υπέρ της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα και πραγματοποιεί ταξίδια εκεί, ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος σχετικά.
Έχοντας αποσυρθεί απο την πολιτική, συγγράφει ποίηση κυρίως εμπνευσμένη εκ την Εθνική μας παλιγγενεσία και εν τέλλει αποθνήσκει απο καρδιακή προσβολή στις 24 Ιουλίου του 1879.
Ο Βαλαωρίτης, ως πνευματικός άνθρωπος του καιρού του αλλά και άνθρωπος ο οποίος ζεί και στην πραγματική ζωή, πέραν απο μιάν αρρωστημένη πνευματικότητα και απομονωτισμό είς τον οποίον και αναφέρθηκα πρότερα είς το παρόν, θεωρεί πως η εθνική μας επανάστασις δεν τελειώνει με το 1821, αλλά οφείλει η Ελλάς να αντεπιτεθεί είς όλα τα μέτωπα, ως εκ τούτου λοιπόν κρίνεται ως υπέρμαχος της «Μεγάλης Ιδέας» και μαχητής ενάντια στον «Μικροελλαδισμό» του μετέπειτα δόγματος, της πτωχής αλλά εντίμου Ελλάδος.
Λογοτέχνικά τα θέματα του έχουν να κάνουν ως προανέφερα και πάλι, με πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος ενδόξου, ηρωικού κόσμου, η πατρίδα υπέρ όλων των άλλων, ο μεγαλοιδεατισμός παντού, το ύφος εξαιρέτως αφηγηματικόν, εμπευσμένο και έμπλεο ρομαντικού ιστορισμού.
Ο Βαλαωρίτης δεν ασχολείται με τα μικρά και καθημερινά ως οι σημερινοί μας «ποιητές», δεν αναλώνεται σε
αρρωστημένους εσωτερικούς μονολόγους, παρά έχει κατά νού οτι είχαν κατά νού και οι ήρωες κάθε εποχής αυτού του τόπου, το οτι η ανθρώπινη μας εφήμερος ύπαρξη, ουδεμία σημασία έχει , εφόσον δεν υπηρετεί μιάν
αιώνια ιδέα ως η πατρίς.
Σεβόμενος τον αναγνώστη ο οποίος έρχεται σε πρώτη επαφή με όλες τούτε τις κατ εμέ παντοτε τεραστίου διαμετρήματος προσωπικότητες του πνεύματος ενός κόσμου παρελθόντος μέν μα ιδιαιτέρως σημαντικού ο
οποίος αφήνεται στην λησμονιά, δεν θα ήθελα να εμπλέξω στην παρούσα στιγμή λεπτομέρειες λογοτεχνικού είδους ως το ακριβές ύφος του ποιητή, οι διαφωνίες του με τους σύγχρονους του, το γλωσσικόν ζήτημα
κ.α Λεπτομέρειες οι οποίες πολλάκις σκοτίζουν το μυαλό του αναγνώστη εκτρέποντας την προσοχή του απο το δάσος, στο δέντρο εκ της ουσίας στην λεπτομέρεια.
Θα μείνω και ας μείνουμε άπαντες στο γεγονός της αίσθησης του προιόντος της τέχνης του Βαλαωρίτη και τούτη η αίσθησις ομοιάζει με ένα ρίγος και ένα δέος ανυπέρβλητον, σαν αντικρίζεις τις μορφές εκείνες των ηρώων εκ των οποίων και εκείνος ενεπνεύσθει τα έργα του και επάτησαν τα ιερά χώματα ετούτης της πατρίδός.
Μικρά εκλογή ακολουθεί
«Η Φυγή» – οι δύο πρώτες στροφές
«Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ὁμὲρ Βριόνη,
τὸ Σούλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακώνει.
Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! ἀκοῦς, σουρίζουν
ζεστὰ τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν.
»Γιὰ ἰδές, σὰ δαίμονες μᾶς πελεκᾶνε!
Κάτου ἀπ᾿ τὸ βράχο τους πῶς ροβολᾶνε!
Δὲς τὰ κεφάλια μας, δὲς τὰ κουφάρια
κυλᾶνε ἀνάκατα σὰν νά ῾ν᾿ λιθάρια.
Εὐαγγελισμός – Ἑλληνισμός – Η πρώτη στροφή
Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει… ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία…
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο… σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία…
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»
«Αθανάσιος Διάκος», άσμα πρώτον
Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη
κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.
Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ…
Χαρὰ στὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!
«Θανάσης Βάγιας – ο Βρυκόλακας» – οι δύο πρώτες στροφές
– Πές μου τί στέκεσαι Θανάση, ὀρθός,
βουβὸς σὰ λείψανο, στὰ μάτια μπρός;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις τὸ βράδυ;
Ὕπνος γιὰ σένανε δὲν εἶν᾿ στὸν Ἅδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Βαθιὰ σὲ ρίξανε μέσα στὴ γῆ…
Φεῦγα, σπλαγχνίσου με. Θὰ κοιμηθῶ.
Ἄσε μὲ ἥσυχη ν᾿ ἀναπαυθῶ.