από την Μάρθα Πατλακουτζα.
Μια βαρκούλα ταπεινή ταξίδευε στα ήρεμα νερά ενός καινούριου κόσμου. Είχε κάνει καιρό πολύ για να φτάσει ως εκεί. Πολλές φορές κινδύνεψε να χάσει τη ρότα της και ακόμα πιο πολλές να φουντάρει.
Ναι, ήταν της φουρτούνας παιδί. Μεγάλωσε έχοντας φίλη τη μοναξιά. Η ζωή της είχε να κάνει με παραμύθια, με δράκους και πρίγκιπες, με το καλό και το κακό.
Σαν μεγάλωσε, ο γιαλός δεν την κρατούσε πια κοντά του. Ήθελε να μάθει, ήθελε να ζήσει σε άγρια, επικίνδυνα νερά. Δεν την ένοιαξε το κόστος.
Η πεθυμιά της γίνηκε πυξίδα.
Φλέρταρε με τα κύματα του πόνου, προκάλεσε την τάξη του χρήματος, αψήφησε τον εαυτό της.
Στα δίχτυα στοιχειωμένης αγάπης παγιδεύτηκε. Η καρδιά της ράγισε. Υποσχέσεις έσπασαν. Κοίταξε τον φόβο κατάματα.
«Θα σε αγαπώ για πάντα» της είχε πει.
Ήταν το πιο γοητευτικό αρσενικό που είχε ποτέ της αντικρίσει. Ένα αλαζονικό κάθαρμα με αλήτικες ευαισθησίες και πάθη κολασμένου, ειλικρινά το πιο ερωτεύσιμο είδος…
Πόσο μικρό της είχε φανεί εκείνο το βαρύ και ασήκωτο «πάντα». Στα χείλη του μόνιμα σκαλωμένο έμοιαζε με βαριά κατάρα. Η βαρκούλα αφού το καμάρωσε, το τέντωσε, το ζούληξε, το πάτησε, το άφησε στην άκρη. Δεν της άνηκε.
Τι πραγματικά είχε συμβεί;
Ακόμα και χίλια χρόνια να περνούσαν το δικό της «πάντα» την είχε προδώσει. Δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ δικός της.
Για ότι είχε παλέψει, είχε χαθεί.
Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.
Αφέθηκε να την παρασύρει το ρέμα. Είχε πια χαθεί. Για κανέναν δεν υπήρχε πια. Ο καιρός περνούσε κι αυτή ταξίδευε στο άγνωστο.
Τι κι αν είχε χάσει τα πάντα; Είχε βρει ποια ήταν.
Ήξερε πως ήταν μια βαρκούλα ταπεινή, καταδικασμένη να μη βρει ποτέ ξανά λιμάνι.
Ήξερε πως η ζωή είναι η απώλεια της νιότης και του ονείρου.
Η τελική κρίση της προδοσίας έκοψε τα δεσμά του
Η βαρκούλα αφέθηκε στο ταξίδι της ψυχής της.
Και ταξίδεψε αυτή για πάντα καλά.
Βίρα τις άγκυρες captain.
Τώρα αρχίζουν όλα.