Γράφει ο Ερμής:
Είναι απόγευμα και η Αμβροσία ασχολείται ακόμα με τις δουλειές του σπιτιού.
«Δεν κουράστηκες;» την ρωτάω. «Κάθισε να ξεκουραστείς και συνεχίζεις αύριο».
«Ποτέ δεν ήμουν αναβλητική. Θα τελειώσω σήμερα», απαντά εκείνη.
Ο Ζέφυρος, που μέχρι εκείνην τη στιγμή μας άκουγε σιωπηλός, παρενέβη στη συζήτησή μας.
«Ακριβώς το αντίθετο από τον φίλο μας, τον Ερνέστο. Σωστά Αμβροσία;»
«Ποιος είναι αυτός;» πετάγομαι εγώ, πάντοτε περίεργος να μάθω.
«Ο Ερνέστο», αρχίζει να ιστορεί ο Ζέφυρος, «ήταν ένα αγόρι που ζούσε σε μια μεγάλη πόλη. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και φρόντιζαν να μην λείψει τίποτα σ’ εκείνον και τα αδέλφια του. Ο μικρός μας φίλος όμως αδιαφορούσε για τα υλικά αγαθά και αγωνιούσε να βρει την απάντηση σε ένα βασανιστικό ερώτημα: Ποιος ήταν ο λόγος της ύπαρξής του. Γιατί γεννήθηκε και ποια ήταν η αιτία της παρουσίας του στη γη. Άρχισε λοιπόν να μελετά αδιάκοπα, προσπαθώντας να καταλάβει.
Ο χρόνος κυλούσε και εκείνος χανόταν μέσα σε σωρούς βιβλίων. Όσο όμως αυξανόταν η γνώση του, τόσο περισσότερο αισθανόταν αποπροσανατολισμένος και μπερδεμένος. Παράλληλα η εμπειρία του από την ίδια την ζωή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν διασκέδαζε, ούτε περνούσε χρόνο με τους φίλους του. Σε κάθε πρόσκλησή τους απαντούσε αρνητικά.
Θα ασχοληθώ μαζί τους αύριο, σκεφτόταν. Τώρα προέχει η μελέτη μου.
Μόλις όμως ξημέρωνε η επόμενη ημέρα, ο Ερνέστο μετέθετε πάλι το παιχνίδι, το γέλιο και αργότερα την δουλειά και τον έρωτα, για κάποια άλλη στιγμή.
Τα χρόνια κυλούσαν και εκείνος παρέμενε πιστός στο στόχο του. Σταδιακά αποξενώθηκε από τους φίλους, τα αδέλφια, τους συγγενείς του και έμεινε μόνος. Η περίφημη αναζήτησή του ήταν η μοναδική ασχολία του και καθώς δεν εργαζόταν, γρήγορα το μερίδιό του από την πατρική περιουσία εξανεμίστηκε. Δεν κατάφερε να περισώσει παρά μόνο ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που δεν κάλυπτε καν όλα του τα έξοδα.
Πρόωρα γερασμένος, ξεχασμένος σε ένα μικρό υγρό υπόγειο, εξακολουθούσε να ψάχνει, αλλά μέχρι το τέλος δεν κατόρθωσε να εντοπίσει την απάντηση που ζητούσε. Το χειρότερο δε είναι, πως δεν συνειδητοποίησε ότι για να κατανοήσει κάποιος γιατί ζει, πρέπει πρώτα να ζήσει».
Συνταγή της Αμβροσίας: Γεύση από το παρελθόν
Υλικά:
Παντεσπάνι:
8 αυγά (χωριστά τα ασπράδια μαρέγκα)
300 γραμμάρια ζάχαρη
300 γραμμάρια αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
3 κουταλιές της σούπας κακάο
Βανίλια
Κρέμα:
½ κιλό κάστανα (βρασμένα και καθαρισμένα)
500 γραμμάρια κουβερτούρα
2 κουτιά σαντιγί (σε κρέμα)
1 ζαχαρούχο γάλα
½ φλιτζανάκι λικέρ ξηρών καρπών
Εκτέλεση:
Ετοιμάζουμε το παντεσπάνι: Σε μια λεκάνη χτυπάμε τους κρόκους με την ζάχαρη και συνεχίζουμε προσθέτοντας την βανίλια και το κακάο. Σε άλλο μπολ χτυπάμε τα ασπράδια μαρέγκα και τα ρίχνουμε στο μίγμα, εναλλάξ με το αλεύρι. Ανακατεύουμε ελαφρά και στη συνέχεια αδειάζουμε το μίγμα σε μακρόστενο ταψί, όπου έχουμε στρώσει βουτυρωμένη λαδόκολλα. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 180ο, για περίπου 10΄– 15΄. Μόλις ψηθεί το παντεσπάνι, το βάζουμε σε ζαχαρωμένη με άχνη λαδόκολλα. Το στρίβουμε σε ρολό και το αφήνουμε να κρυώσει.
Ετοιμάζουμε την κρέμα: Λιώνουμε τα κάστανα, ώστε να γίνουν πουρές. Στη συνέχεια λιώνουμε την κουβερτούρα σε μπεν μαρί. Σ’ ένα μπολ χτυπάμε καλά την σαντιγί με το γάλα, μέχρι να φουσκώσει. Προσθέτουμε την λιωμένη κουβερτούρα και ανακατεύουμε έως ότου ομογενοποιηθεί. Χωρίζουμε την κρέμα σε δυο ίσα μέρη και στο ένα μέρος ρίχνουμε τον πουρέ κάστανου και το λικέρ. Ανακατεύουμε καλά.
Ξεδιπλώνουμε προσεκτικά το παντεσπάνι και απλώνουμε στο εσωτερικό το πρώτο μέρος της κρέμας. Τυλίγουμε πάλι σε ρολό και στην επιφάνεια απλώνουμε το δεύτερο μέρος της κρέμας. Πασπαλίζουμε με ελάχιστη ζάχαρη άχνη και φιστίκι Αιγίνης. Στολίζουμε με κερασάκια.