Με ρώτησες πώς έγινα τρελός.
Να πώς: Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ’ εφτά ζωές. Έτρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: “Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!” Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους. Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε: “Είναι τρελός!”. Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι από τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: ” Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!” Έτσι έγινα τρελός. Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά. Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας. Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου. Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη.
Οι Εφτά Εαυτοί
Στην πιο ήσυχη ώρα της νύχτας, καθώς ήμουν ξαπλωμένος και μισοκοιμισμένος, οι εφτά εαυτοί μου κάθισαν μαζί και έτσι κουβέντιαζαν ψιθυριστά.
Ο Πρώτος Εαυτός: Εδώ, σε αυτόν τον τρελό, κατοίκισα όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να κάνω τίποτα παρά να ανανεώνω τον πόνο του την ημέρα και να ξαναδημιουργώ τη θλίψη του τη νύχτα. Δεν μπορώ να αντέξω άλλο την μοίρα μου, και τώρα επαναστατώ.
Ο Δεύτερος Εαυτός: Η δικιά σου μοίρα είναι καλύτερη από την δικιά μου, αδελφέ, γιατί μου δόθηκε να είμαι ο χαρούμενος εαυτός αυτού του τρελού. Γελώ το γέλιο του και τραγουδώ τις χαρούμενες ώρες του, και με τριπλο-φτερωμένα πόδια χορεύω τις φωτεινότερες σκέψεις του. Εγώ θα έπρεπε να επαναστατήσω ενάντια στην κουρασμένη μου ύπαρξη.
Ο Τρίτος Εαυτός: Και εγώ ο από αγάπη κυριαρχούμενος εαυτός, ο φλεγόμενος πυρσός του αχαλίνωτου πάθους και των φανταστικών επιθυμιών; Εγώ ο αρρωστημένος από αγάπη εαυτός είμαι που θα έπρεπε να επαναστατήσει εναντίον αυτού του τρελού.
Ο Τέταρτος Εαυτός: Εγώ, απ’ όλους εσάς, είμαι ο πιο δυστυχισμένος, γιατί τίποτα δεν μου δόθηκε εκτός από απεχθές μίσος και καταστροφική αηδία. Εγώ είμαι, ο θυελλώδης εαυτός που γεννήθηκα στις μαύρες σπηλιές της Κόλασης, αυτός που θα έπρεπε να διαμαρτυρηθεί και να μην υπηρετεί αυτόν τον τρελό.
Ο Πέμπτος Εαυτός: Όχι, εγώ είμαι, ο σκεπτόμενος εαυτός, ο φαντασιόπληκτος εαυτός, ο εαυτός της πείνας και της δίψας, αυτός που είναι καταδικασμένος να τριγυρνά χωρίς ξεκούραση ψάχνοντας άγνωστα και όχι ακόμα δημιουργημένα πράγματα• εγώ είμαι, όχι εσείς, αυτός που θα έπρεπε να επαναστατήσω.
Ο Έκτος Εαυτός: Και εγώ, ο εργαζόμενος εαυτός, ο θλιβερός εργάτης, που με υπομονετικά χέρια και γεμάτα λαχτάρα μάτια, κάνω τις ημέρες εικόνες και δίνω νέες και αιώνιες μορφές στα άμορφα στοιχεία – εγώ είμαι, ο μοναχικός, αυτός που θα έπρεπε να επαναστατήσω ενάντια σ’ αυτόν τον ανήσυχο τρελό.
Ο Έβδομος Εαυτός: Πόσο περίεργο που όλοι σας θα έπρεπε να επαναστατήσετε ενάντια σ’ αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ο καθένας σας έχει μια προκαθορισμένη μοίρα να εκπληρώσει. Α! να μπορούσα να ήμουν σαν κάποιος από εσάς, ένας εαυτός με προαποφασισμένη μοίρα! Αλλά δεν έχω καμία, είμαι ο κάνω-τίποτα εαυτός, αυτός που κάθεται στο άλαλο, κενό τίποτα και ποτέ, ενώ εσείς είστε απασχολημένοι να ξαναδημιουργείτε ζωή. Εσείς είστε ή εγώ, γείτονες, που θα έπρεπε να επαναστατήσω;
Όταν ο έβδομος εαυτός μίλησε έτσι, οι άλλοι έξι τον κοίταξαν με οίκτο και δεν είπαν τίποτα άλλο• και καθώς η νύχτα πύκνωνε ο ένας μετά τον άλλο έπεσαν για ύπνο τυλιγμένοι σε μια νέα και χαρούμενη υποταγή.
Αλλά ο έβδομος εαυτός παρέμεινε να κοιτά και να παρατηρεί το τίποτα, το οποίο βρίσκεται πίσω απ’ όλα τα πράγματα.
Χαλίλ Γκιμπράν – “Ο Τρελός”
Ο Χαλίλ Γκιμπράν (Λίβανος 1883 – Νέα Υόρκη 1931) ήταν ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και ζωγράφος. Γεννήθηκε στην πόλη Μπσαρί του βόρειου Λιβάνου από φτωχή μαρωνιτική οικογένεια. Το 1895, αφού δημεύτηκε η περιουσία του πατέρα του, μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Βοστώνη, όπου ζούσαν πολλοί εκπατρισμένοι Λιβανέζοι. Τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στον Λίβανο, όπου και φοίτησε στο Μαρωνιτικό Ινστιτούτο Σοφίας (Μαχάντ Αλχικμάχ) της Βηρυτού. Το 1908 πραγματοποίησε στη Βοστώνη την πρώτη έκθεσή του με έργα ζωγραφικής. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης γνώρισε την αγαπημένη του Μαίρη Χάσκελ, η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στο λογοτεχνικό του έργο. Έζησε επίσης δύο χρόνια στο Παρίσι, όπου μαθήτευσε στον Αύγουστο Ροντέν, ενώ από το 1912 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Έγραψε στα αραβικά και τα αγγλικά. Τα βιβλία του, που διαπνέονται από βαθύ ρομαντισμό, λυρισμό και μυστικισμό, βρήκαν μεγάλη απήχηση σε όλο τον κόσμο. Σημαντικότερα έργα του είναι: Ο προφήτης, Ανυπότακτα πνεύματα, Σπασμένα φτερά, Δάκρυα της ψυχής, Ο τρελός: Παραβολές και ποιήματα, Άμμος και αφρός κ.ά.