Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης
Και Δημοσιογράφος
«Η ποίηση σου ανέγγιχτη
Υμνήτρα των αιώνων
Βροντά λαλιά ακατάληπτη
Σε πλήθος απογόνων»
Νικηφόρος Βυζαντινός για τον Κωστή Παλαμά
Βαδίζουμε είς πνευματικό σκότος.
Είναι αλήθεια πως η σημερινή μας κατάπτωση σε όλα, είναι αποτέλεσμα της εγκατάλειψης του πνευματικού μέρους εκ του οποίου συναποτελείται η ανθρώπινη φύσις. Σήμερα, την εποχή της υπερτεχνολογίας όπου ο άνθρωπος φτάνει να την υπηρετεί και οχι αυτή εκείνον, ο πνευματικός μας κόσμος έχει περιοριστεί στο ελάχιστον και τούτο οχι τυχαία, διότι ένας «σύγχρονος άνθρωπος» υπό την τεχνοκρατική έννοια, με ελαχιστοποιημένο τον πνευματικό του κόσμο, χωρίς κρίση, χωρίς συναίσθημα και τις περισσότερες φορές με συνολική συμπεριφορά ομάδας που δείχνει χωρίς
λογική, είναι πάντοτε ένας χρήσιμος στρατός ηλιθίων, για τους εξουσιαστές του κάθε οικονομικοκοινωνικού συστήματος διακυβέρνησης.
Η πνευματική μας ανεπάρκεια βρίσκεται εδώ κατόπιν ενός σχεδίου μακρόχρονου και πολυεπίπεδου. Έτσι την ατραπό της «σύγχρονης» ζωής η οποία οδηγεί στον καιάδα την ανθρώπινη ύπαρξη, την έχουν σχεδιάσει
κάποιοι πριν απο εμάς για εμάς αποδίδοντας την σε μας ως νομοτελειακή κατάσταση, διότι ο κόσμος πηγαίνει «μόνον εμπρός». Στα πλαίσια αυτά σημαντική προυπόθεση η απάλειψη κάθε βασικής έννοιας για
τον άνθρωπο όπως το γνωστό και «παρωχημένο» για τους θιασώτες της «νέας εποχής», Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια.
Ό,τι μας συνδέει οφείλει να καταπέσει στο βάραθρο της λησμονιάς και όσοι μίλησαν για αυτό οφείλουν να ξεχαστούν στην λήθη ως «μη χρήσιμοι» αλλά επί της ουσίας, ως επικίνδυνοι για το σύστημα εξουσίας το οποίον χτίζεται επάνω σε βάσεις όπως ο άκρατος υλισμός, η πνευματική φτώχεια, η άκρα εξειδίκευση και οχι η γενική παιδεία, η έλλειψη κρίσης κλπ.
«Η άλωση είναι αλλού» συνηθίζω να γράφω και να υποστηρίζω. Είναι πρωτίστως η συνειδησιακή άλωση που μας απειλεί και δεν είναι οι διάφοροι εχθροί τους οποίους μας έχουν μάθει πως μας απειλούν. Εάν
εμείς οπλιστούμε με γνώσεις αλλά και με τις παραστάσεις μιάς Ελλάδας του παρελθόντος, οχι μόνον δεν απειλούμεθα απο κανέναν, αλλά δυνάμεθα να αφομοιώσουμε και την οποιαδήποτε έξωθεν «απειλή» ξενικών στοιχείων
τα οποία υπό διάφορες μορφές κατακλύζουν την καθημερινότητα μας. Η πνευματική μας καθοδήγηση, οδηγεί σε κοινωνία άβουλων όντων τα οποία ζουν για το σήμερα, χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον. Είναι έτσι πολύ
εύκολο στο να ελεγχθεί η ανθρώπινη υπόσταση σε όλα τα επίπεδα
Η σημερινή μου αναφορά δεν είναι φυσικά τυχαία, ούτε και αναφέρεται σε κάποιον τυχάρπαστο του πνευματικού μας κόσμου. Ο Κωστής Παλαμάς αλλά μαζί του και μιά πλειάδα ανθρώπων της εποχής του, ασχολήθηκαν απο τον
δικό τους προμαχώνα της συγγραφής, της τέχνης του λόγου και της ποίησης με τα τρία βασικά ζητήματα που ενυπάρχουν αναγκαστικώς ριζωμένα εντός της συλλογικής ψυχής. Την Πατρίδα, την Θρησκεία και την
Οικογένεια.
Ο Παλαμάς γεννιέται στην Πάτρα στα 1859 στις 13 του Γενάρη απο οικογένεια λογίων με καταγωγή απο το Μεσολόγγι, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη και με την θρησκεία. Ο Προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς
είχε ιδρύσει την περίφημη «Παλαμαία Σχολή», ο παππούς του Ιωάννης υπήρξε καθηγητής στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολής, μα και ο θείος του Ανδρέας υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος της
εκκλησίας μας.
Σε τρυφερή ηλικία πριν καλά καλά προλάβει να τους γνωρίσει, ο Παλαμάς χάνει και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών, κάτι που ενδεχομένως και ως είναι φυσιολογικό θα τον χαράξει ανεξίτηλα ως το τέλος της ζωής του. Συγγενείς φροντίζουν για την ανατροφή των τριών τέκνων της οικογένειας, όπου ο θέιος του Δημήτριος θα αναλάβει την διαπαιδαγώγηση του.
Εις τα 1875, ο Παλαμάς εγκαθίσταται στην Αθήνα, εγγράφεται στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου αλλά την εγκαταλείπει λίγο αργότερα και σχεδόν απο τότε μετεξελίσεται σε ένα απο τα κεντρικά πνευματικά πρόσωπα της
επονομαζόμενης «γενιάς του 1880». Δημοσιεύει συνεχώς ποιήματα του στις διάφορες εφημερίδες και περιοδικά εκείνης της εποχής, μιάς Αθήνας που μόλις άρχιζε να θυμίζει πρωτεύουσα κράτους απο το χωριό που ήταν πριν
μόλις μερικά χρόνια.
Στα 1886, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της πατρίδος μου», ενώ τον επόμενο κιόλας χρόνο παντρεύεται την Μαρία Βάλβη με την οποία αποκτά τρία παιδιά. Στα 1889 γράφει το «Ύμνον είς την Αθηνάν» αφιερωμένο στην γυναίκα του, κάτι που καταδεικνύει την προσκόλληση του στον θεσμό της οικογένειας, ποίημα το
οποίο βραβεύεται και ανάμεσα σε άλλα συνεχίζει να τον καθιερώνει αναμεταξύ των ανθρώπων του πνεύματος της εποχής.
Στα 1896, συντάσσει τον «Ύμνο των Ολυμπιακών αγώνων», κάτι που επίσης αποδείχνει τον σεβασμό των σύγχρονων του για το έργο του, ενώ στα 189 πεθαίνει ο γιός του Άλκης και τότε έρχεται «ο Τάφος» αφιερωμένος σε
αυτόν. Ένα χρόνο πριν, επέτυχε τον διορισμό του ως γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών , θέση την οποία εγκαταλείπει στα 1928. Απο τ 1897 και εντεύθεν ως του τέλους δημοσιεύει πλήθος ποιητικών συλλογών
όπως οι «Ίαμβοι και ανάπεστοι», «Ασάλευτη ζωή», «Ο δωδεκάλογος του Γύφτου», «Η φλογέρα του Βοσκού» κ.α.
Στα 1930 προεδρεύει της Ακαδημίας των Αθηνών.
Πεθαίνει στις 27 Φλεβάρη του 1943, εν μέσω γερμανικής κατοχής και παρά το ότι οι γερμανοί είχαν στραμμένα τα όπλα στον λαό, ο κόσμος ξεπερνά κάθε προηγούμενο και μετατρέπει την κηδεία του σε πάνδημο λαικό προσκύνημα, σε φωνή εθνεγερτήρια και προσκλητήριο νεκρών και ηρώων.
Και ο πλέον αδαής περί των γραμμάτων Έλληνας, συγκινείται απο τον Θάνατο του διότι γνωρίζει πως μία απο τις φωνές του εξέλειπεν. Και με τον θάνατο του ακόμη, ο Παλαμάς ενώνει τον λαό και αποδείχνει την
δύναμη του πνεύματος επί της ύλης.
Σήμερα, το σπίτι του επί της οδού Περιάνδρου 5 στην περιοχή της Πλάκας, πολύ κοντά στην Λ. Αμαλίας, έχει καταντήσει δημόσιο ουρητήριο με μιά ξεθωριασμένη μεταλική πλάκα να θυμίζει το πως κάποτε εκεί έζησε
τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μα και πως κάποτε κάποιος λαός που λέγονταν Έλληνες τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία, στον τελευταίο του περίπατο εκεί έξω στην Αττική γη, ορθώνοντας το ανάστημα
τους στον κατακτητή.
Πονά η ψυχή μου πραγματικά, σαν τα βήματα μου με φέρνουν έξω απο αυτό το σπίτι μη μπορώντας να αποκαταστήσω τούτο το μνημείο αντίστασης ενός ολάκερου λαού, παρατηρώντας τον κόσμο να περνά αδιάφορα έξω απο το στενό δρομάκι μη γνωρίζοντας πως μιά λαμπρή σελίδα της βίβλου του
πνευματικού μας κόσμου, εγράφει εκεί.
Ντρέπομαι ως Έλλην πολίτης αλλά και πνευματικός άνθρωπος για το κατάντημα ενός περήφανού λαού και τον μετασχηματισμό του σε λαό επιδοτούμενων σκλάβων, σε λαό πλαδαρών περσών απο λαό ηρώων όπου υπήρξε κάποτε και φυσικά ο δήθε «πνευματικός κόσμος» δεν βρίσκεται πουθενά, σιωπά ένοχα διότι γνωρίζει
πως είναι ανάξιος των περιστάσεων, σκουπίδι πραγματικό που λερώνει το μπαλκόνι το πνευματικό της υφηλίου….
Παραθέτω λίγες στροφές απο το έργο του Κωστή Παλαμά.
Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!
Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,
ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!
Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·
δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.
Στὴ Νεολαία μας
Αὐτὸ κρατάει ἀνάλαφρο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη
τὸ ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴ βοὴ πρεσβυτικὸ κεφάλι,
αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλο κανένα:
Μεθύστε μὲ τ᾿ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.
1η Νοεμβρίου 1940
*Απο το ποίημα του «Γύριζε»
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»