Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
«Αλήθεια, τι σημαίνει η λέξη la chamade; (…) Είναι μια τυμπανοκρουσία για να αναγγείλει την ήττα (…), είπε ένας λόγιος».
Το 1965, έντεκα χρόνια μετά το πρώτο της βιβλίο «Καλημέρα Θλίψη» που την έκανε διάσημη, η Φρανσουάζ Σαγκάν περιγράφει στο έργο της «Υποταγή», την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας, της Λουσίλ, που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο άνδρες: τον πλούσιο και ώριμο Σαρλ και τον φτωχό αλλά νέο Αντουάν. Το πάθος θα την οδηγήσει να εγκαταλείψει πρόσκαιρα την άνετη ζωή, που της προσφέρει ο Σαρλ και να δοκιμάσει τις αντοχές της στη στέρηση κοντά στον Αντουάν. Γρήγορα όμως οι απαιτήσεις της καθημερινότητας θα υψώσουν ένα τείχος ανάμεσα στους νεαρούς εραστές και θα τους χωρίσουν, πείθοντας τη Λουσίλ να επιστρέψει στην πρότερη ασφάλεια.
Κινούμενη στο οικείο περιβάλλον κοσμοπολιτισμού και οικονομικής ευμάρειας, η Σαγκάν αναπαριστά τη μικρογραφία της γαλλικής κοινωνίας. Από τη μια πλευρά ο Σαρλ – ένας οικονομικά ανεξάρτητος, μορφωμένος, ευγενικός μεσήλικας που γνωρίζει τόσο τις επιθυμίες του, όσο και τα όριά τους. Αγαπά τη Λουσίλ και την κερδίζει, επειδή περιμένει χωρίς να απαιτεί, την τυλίγει με ένα πέπλο ηρεμίας και κατανόησης και μεταμορφώνεται στην πατρική φιγούρα που της λείπει, έχοντας τη δύναμη της συγχώρεσης:
«Εγώ σας αγαπώ για σας. Ο Αντουάν σας αγαπά για κείνο που είσαστε κι οι δυο μαζί. Θέλει να ‘ναι ευτυχισμένος μαζί σας κι αυτό βέβαια ταιριάζει στην ηλικία του. Εγώ, θέλω να είσαστε ευτυχισμένη ανεξάρτητα από εμένα. Δεν έχω παρά να περιμένω».
Σε αντιδιαστολή η Ντιάνα – ερωμένη του Αντουάν, πλούσια και μεγαλύτερή του – τον αγαπά, αλλά όχι τόσο ώστε να υποστεί μέχρι τέλους τον εξευτελισμό της ανούσιας και ανώφελης προσμονής:
«(…) Παραξενεμένη, έβλεπε την περηφάνια της, αυτή την αγνοημένη κληρονομιά, καλά ή κακά χρησιμοποιημένη, να την γλυτώνει από το χειρότερο: δηλαδή, αφού ο Αντουάν δεν την αγαπούσε, να καταντήσει κι αυτή να μην αγαπά τον εαυτό της».
Από την άλλη πλευρά επομένως, η Λουσίλ και ο Αντουάν, δυο νέοι με διαφορετική οπτική για την ζωή. Εκείνος είναι ιδεαλιστής, βιώνει τα καθημερινά εμπόδια, πονάει και κρατά ανοιχτές τις πληγές του εξαιτίας μιας μαζοχιστικής τάσης αυτολύπησης και αυτοκαταστροφής. Ισχυρίζεται ότι είναι ερωτευμένος με τη Λουσίλ κι όμως προσπαθεί να την μεταπλάσει στο πλάσμα, που ο ίδιος θεωρεί ότι πρέπει να είναι.
Η Λουσίλ ωστόσο δεν είναι η τυπική γυναίκα που σχεδιάζει το μέλλον και αγωνιά για το αύριο. Ζει στο σήμερα, επιζητώντας το πρόσκαιρο, το εφήμερο, τη δυναμική της στιγμής. Έχει επίγνωση της κατάστασης, αλλά αρνείται να ακολουθήσει τη συμβιβαστική οδό της αγωνίας για τον βιοπορισμό, ενώ μπορεί να είναι ανέμελη δίπλα στον Σαρλ και να απολαμβάνει τη χλιδή, απαλλαγμένη από κάθε τρομακτική δυσκολία.
Στο σημείο αυτό τίθεται το βασικό ερώτημα του έργου. Πρόκειται απλώς για μια ανεύθυνη και επιπόλαια γυναίκα ή πίσω από τη νωθρότητα κρύβεται κάτι βαθύτερο; Μήπως είναι ο πόθος της αιώνιας νεότητας, της διαφύλαξης της παιδικότητας και της αθωότητας που περιφρουρεί την ίδια την ευτυχία;
«Μέρες νωθρές και όμοιες μεταξύ τους, μέρες τόσο γεμάτες μέσα στην τέλεια αδειοσύνη τους, τόσο ταραγμένες μες στη γαλήνη τους, όταν η ψυχή κινείται επιτέλους μέσα σ’ έναν καιρό δίχως όρια, δίχως αχνάρια, δίχως σκοπό. Ξανάβρισκε τις μέρες της νιότης (…)».
Κι αν δεν ήταν μόνο η περιουσία του Σαρλ που την τράβηξε κοντά του, αλλά το γεγονός ότι την δέχεται όπως ακριβώς είναι, γνωρίζοντας τόσο τα ελαττώματα όσο και τα προτερήματά της; Αυτός άλλωστε δεν είναι καθ’ ουσία ο ορισμός της αληθινής αγάπης;
Ακολουθώντας πάλι την τακτική της μικρής φόρμας αφήγησης, η Σαγκάν στήνει το σκηνικό της στους χώρους που συναντάμε συνήθως στα έργα της. Σημεία στο Παρίσι και την Κυανή Ακτή όπου συχνάζουν οι εύποροι. Χάρη στην ιδιαίτερη ικανότητά ψυχογραφικής ανάλυσης, εμβαθύνει στους χαρακτήρες των ηρώων, σκιαγραφεί το προφίλ τους και προοικονομεί την εξελικτική τους πορεία, δίχως να απορεί ο αναγνώστης για τις αντιδράσεις τους.
Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη, ξεκινώντας από την Άνοιξη, περνώντας στο Καλοκαίρι και καταλήγοντας στο Φθινόπωρο. Όπως ακριβώς τα λουλούδια, ο έρωτας ανθεί μετά το τέλος του χειμώνα και χάνεται ξανά πριν από την έλευσή του.
Παράλληλα η ανία – χαρακτηριστικό συναίσθημα των ηρώων της Σαγκάν – πολιορκεί τη ζωή της Λουσίλ, αποκλείοντας τη γέννηση κάθε πρόσθετης ψυχικής αντίδρασης.
Η «Υποταγή», που κυκλοφορεί στα ελληνικά και από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος σε μετάφραση Γιώργου Γεραλή, δεν εστιάζει απλώς στην ήττα του πάθους, αλλά στην ήττα της φτώχειας από τον πλούτο, του ιδεαλισμού από τον κυνισμό, του προγραμματισμού από το αυθόρμητο.