(αφιερωμένο στις μανούλες,

που γιόρταζαν στις 2 του Φλεβάρη)

 

από την Μάρθα Πατλακουτζα.

«Καλώς όρισες μοναξιά!»

«Καλώς σε βρήκα ξένη!»

Έτσι ήθελε να πιστεύει πως επικοινωνούσε με τα μέσα της η μαυροντυμένη γριούλα. Με φωνές που άκουγε η ψυχή της. Με φωνές που έβγαζε η καρδιά της.

Τα παιδιά της είχαν φύγει χρόνια πολλά πριν. Τα εγγόνια της είχαν μεγαλώσει και δεν είχαν ανάγκη το ταχτάρισμά της. Η φωλιά απόμεινε μόνη κι έρμη.

Μια παρηγοριά θα είχε αν ο άντρας που είχε παντρευτεί, ζούσε ακόμα. Όμως εκείνος αγαπώντας το φαγητό, έτρωγε κι έτρωγε κι έφερε την καρδιά του να τερματίσει πριν την ώρα του.

 «Να πας χορτάτος» έλεγαν οι παλιοί, αλλά δεν έλεγαν «να μην πας πριν την ώρα σου».

Η ζωή δεν την ρώτησε τι άλλο ήθελε από εκείνη. Συνέχισε να ξημερώνει και να βραδιάζει σε μια ρουτίνα ίδια κι απαράλλαχτη.

Τι περίμενε όλη τη μέρα;

Ένα τηλέφωνο, ένα νιάσιμο, μια καλή κουβέντα.

Αλλά μέχρι εκείνη την ανεκτίμητη στιγμή, περνούσε τις ώρες της συνομιλώντας με τα μέσα της. Έβριζε τον διάολο της και καλόπιανε τον άγγελό της. Συγχωρούσε τα λάθη της και κυρίως έδινε δίκια στους αδικημένους. Το ταμείο της ψυχής θέλει γερό μπαξίσι για να έρθει στα ίσα του. Μπαξίσι συγγνώμης και ένα «αει στην ευχή, ότι έγινε δεν ξεγίνεται!»

Δε θυμόταν πια τι είχε πει στον εαυτό της και τι είχε πει στα παιδιά της. Έτσι έλεγε και ξαναέλεγε τα ίδια.

Και τα ίδια συμπλήρωνε το αίμα της, που άρχισαν να βαριούνται, να αποφεύγουν να της μιλούν. Τι θα άκουγαν άραγε που δεν είχαν ξανακούσει; Η κασέτα σε επανάληψη είχε παίξει ξανά και ξανά.

Και μια ωραία βραδιά το τηλέφωνο χτύπησε.

Ξαναχτύπησε.

Δεν το σήκωσε κανείς.

Η γριούλα είχε σωπάσει. Το ίδιο και οι φωνές της.

Τι δε θα άκουγαν πια τα παιδιά της; Μα τη φωνή της μάνας.