από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Τόλμα να συνάψεις συμφωνία με το Διάβολο, και σύντομα θα βρεθείς να περπατάς νύχτα έναν δρόμο με ανεπαίσθητη κλίση, μαλακό έδαφος, χωρίς απότομες στροφές κι οδοσήμανση.

Έναν δρόμο, στο βάθος του οποίου σιγοκαίει μια μικρή επιτόπια φωτιά, τα δέντρα ορθώνουν τερατόμορφες σκιές στο διάβα σου, και το κρώξιμο ενός αθέατου γκιώνη διαμετρά τα βήματά σου. Ο δρόμος αναπόφευκτα οδηγεί εκεί όπου οι ρήτρες τούτης της ιαβέρειας συμφωνίας υπενθυμίζονται με σπίρτα και θειάφι, εκεί όπου δεν υφίσταται έταιρο τίμημα απο το να ξαναρχίζεις διαρκώς όσα κάποτε έμειναν ημιτελή, εκεί όπου το βλέμμα του χωλού Μεφιστοφελή σού διαπερνά σαν λεπίδι την ψυχή, στοιχειώνει την ύπαρξη, παρακάμπτει τη λογική κι εκφαυλίζει τη συνείδησή σου.

 

Το ίδιο βδελυρό βλέμμα μετατοπίζεται λίγο απο το δικό σου, το τρομαγμένο και το αμήχανο, ίσα για να σού υποδείξει την επιγραφή του Δάντη που δεν πρόσεξες. «Lasciate ogne speranza voi ch’ intrate» ή αλλιώς «Αφήστε κάθε ελπίδα εσείς που μπαίνετε».

Αλήθεια είναι τελικά: μετά την οποιαδήποτε συναλλαγή μαζί του, δεν θα μπορούσες να ήσουν πουθενά αλλού παρά στην Κόλαση. Αλήθεια είναι κι αυτό: όταν η Τέχνη ξεκινά εκεί όπου τελειώνει η Φύση, η παραίσθηση κονιορτοποιεί την πραγματικότητα, η δεισιδαιμονία χτίζεται πάνω σε απόκοσμες διαδοχικές συμπτώσεις κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης παύει να κατέχει το ταλέντο.

Το ταλέντο αρχίζει να κατέχει εκείνον, κι όταν συμβαίνει αυτό, το χάρισμα μοιάζει με κατάρα ή πιο σωστά, με την ασυναίσθητη συμφωνία του καλλιτέχνη με τον Εωσφόρο.

Όλα ξεκινούν στην σκεπαστή αγορά Στσούκιν. Ο πολλά υποσχόμενος, μα πάφτωχος ζωγράφος Τσάρτκοφ, μπαίνει σε ένα κατάστημα πινάκων ζωγραφικής, όπου κάθε λογής αργόσχολοι χαζεύουν και σχολιάζουν τα έργα χωρίς καμία πρόθεση να τα αγοράσουν. Η έμπειρη ματιά του δεν χαλαλίζεται σε πορτρέτα που δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να αναδείξουν. Ύστερα απο μια σύντομη περιήγηση στο κατάστημα, το ενδιαφέρον του αιχμαλωτίζει το σκονισμένο πορτρέτο ενός ηλικιωμένου Ασιάτη, του οποίου η προσωπογραφία είναι εμφανώς μισοτελειωμένη, αλλά στο βλέμμα κολυμπά κάτι ζοφερό, δυσοίωνο και επίβουλο. Ο νεαρός Τσάρτκοφ για τον οποίο, η ζωγραφική είναι διαλογισμός, το νοίκι απλήρωτο κι οι βασικές ανάγκες της επιβίωσής του απόλυτα μετέωρες, αποφασίζει να διαθέσει τα στερνά είκοσι καπίκια του και να αγοράσει το αλλόκοτο πορτρέτο.

Την ίδια νύχτα που το κρεμά στον τοίχο του δωματίου του και σπεύδει στο κρεβάτι του για να ηρεμήσει και να αναλογιστεί τα βιοποριστικά προβλήματά του, μα και το θλιβερό ενδεχόμενο της εξώσεως που τού έχει γίνει ήδη σαφές, η μορφή του ηλικιωμένου ξεπηδά απο τον πίνακα μετά περισσής άνεσης και ο τρόμος καταλαμβάνει αυτόματα την καρδιά του. Αυτός ο άντρας με τα ρουφηγμένα μάγουλα, την άβυσσο στο σκοτεινό του βλέμμα και το ογκώδες παράστημα, αρχίζει να κόβει βόλτες γύρω απο το κρεβάτι του δύστυχου ζωγράφου κι απόδειξη είναι το ασιατικό μπουρνούζι του που ανεμίζει σε κάθε βαρύ του βήμα, καθώς και τα χίλια δουκάτα που εμφανίζει μυστηριωδώς και με ‘κείνα γεμίζει τις ιδρωμένες απο το φόβο και την αγωνία, παλάμες του Τσάρτκοφ.

Πράγματι, ο Τσάρτκοφ χίλια δουκάτα χρειάζεται ώστε να ξεχρεώσει επιτέλους το σπιτονοικοκύρη του, να αγοράσει χρώματα, πινέλα και σύνεργα για την τέχνη του, να μετακομίσει κάπου αλλού, όπου το κλίμα θα τον σηκώνει κι η έμπνευση θα τον επισκέπτεται συχνότερα. Ακριβώς χίλια δουκάτα χρειάζεται για να ξεκινήσει τη ζωή που ονειρεύεται. Και ο ίδιος εύχεται με όλη του την ψυχή να κατείχε το συγκεκριμένο ποσό.

 

Η ευχή του ήταν αρκετή. Εκείνη τη νύχτα που το φεγγάρι γέμιζε ασημιές χαρακιές το πρόσωπο του ηλικιωμένου Ασιάτη, ο Τσάρτκοφ υπογράφει άθελά του το μοιραίο συμβόλαιο. Το πρωινό φως της επομένης τον βρίσκει πλούσιο, ταλαντούχο κι εκπληκτικώς περιζήτητο προσωπογράφο στο πολυτελές διαμέρισμά του στη Λεωφόρο Νέβσκι. Πολύ σύντομα η καριέρα του ως ζωγράφου, παύει να διαθέτει τον ανιδιοτελή χαρακτήρα ενός παιδιού.

Κάθε εικαστική του δημιουργία μοιάζει πιο πολύ με καλλιτεχνική διάβρωση ακόμη κι αν τα έργα του διακρίνονται απο καθολική αποδοχή πλήρως υποταγμένα στους πέντε κανόνες της Τέχνης, την τάξη, την ισορροπία, την ενότητα, την αντίθεση και την αρμονία. Ο Τσάρτκοφ εργάζεται πιο σκληρά απο ποτέ, δεν τα παρατά, αλλά πλέον δεν διακατέχεται απο την πρότερη υπέροχη εμμονή του για να ξεχωρίσει.

Η λογική τον πηγαίνει απο το Α στο Β και η φαντασία του χωρίς καύσημα τον αφήνει συνεχώς στις ερημιές της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Όταν ο Τσάρτκοφ συναντά το θάνατο, είναι ήδη ένας απο εκείνους τους ζωγράφους που η τέχνη έχει πάψει να ξεπλένει την ψυχή του απο τη σκόνη της καθημερινότητας, είναι ένας άνθρωπος που δουλεύει μονάχα με τα χέρια και αυτόματα τον ονομάζουμε εργάτη. Ο Τσάρτκοφ απο τη μέρα που άλλαξε ζωή, έπαψε να δουλεύει με τη ζέση της καρδιάς.

Έπαψε να είναι καλλιτέχνης. Η ευχή του να αποκτήσει όσα ονειρεύοταν, είχε και το τίμημά της. Αυτό που πληρώνεις όταν τα μάτια του Κακού αρχίζουν να σού ψαχουλεύουν τα σωθικά. Όταν ο εφιάλτης έγκειται σε ένα και μόνο βλέμμα. Επίμονο και φρικαλέο.

 

Πράγματι, ο Ασιάτης που εικονίζεται στο αινιγματικό «Πορτρέτο» του Νικολάι Γκόγκολ, είχε υποχρεώσει στο παρελθόν κάποιον άλλον ζωγράφο να φιλοτεχνήσει τη μορφή του στον καμβά. Μια μορφή που θα είχε αιώνια ζωή κι επίδραση στον κόσμο. Μια μορφή που θα συνέχιζε να σπέρνει τον πανικό και τις συμφορές, όπως οι τοκογλύφοι στους άμοιρους και τους απόκληρους που αναζητούν μια σανίδα σωτηρίας.

Ποιός όμως μπορεί να απεικονίσει τον ίδιο το Σατανά χωρίς να χάσει τα λογικά του; Ποιός μπορεί να πάρει δάνειο απο τον έκπτωτο τοκογλύφο χωρίς να αποπληρώσει τους τόκους με την ίδια του την ψυχή;

Ο ζωγράφος του Ασιάτη παγιδεύεται στην Κόλαση και μόνο μια χαμένη καλλιτεχνική πυξίδα μπορεί και πάλι να τον οδηγήσει στο φως. Εκεί όπου τα αυτιά δεν γδέρνονται απο τα ουρλιαχτά των ένοχων συνειδήσεων κι η μύτη καθόλου δε ματώνει απο την οσμή της καψαλισμένης σάρκας. Ο ζωγράφος του ηλικιωμένου Ασιάτη, ο άντρας που απεικόνισε όσο κανένας το Vultus Diaboli, θα αφήσει οριστικά πίσω την παράνοια, μέσα απο τις διηγήσεις του γιου του. Εκείνος διηγείται στον αναγνώστη πώς η απεικόνιση της Γεννήσεως επανέφερε τα λογικά του πατέρα του, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί στο νου αντίστοιχες θείες εικόνες με αυτές του Μικελάντζελο, του Μποτιτσέλι, του Ντα Βίντσι και του Ελ Γκρέκο.

Στο διήγημα ενός συγγραφέα για τον οποίο η Ουκρανία και η Ρωσία ήρθαν απο νωρίς σε σύγκρουση για την καταγωγή και τη φήμη του, για κάποιον που κινείται αριστοτεχνικά στο πόνημά του πάνω σε δύο βασικές λογοτεχνικές αρετές που είναι η αναφορά σε υπερφυσικές δυνάμεις και η ειρωνεία, για κάποιον που κατανοεί πως η τέχνη του να γράφεις, είναι η τέχνη του να συντομεύεις, και κατά τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, όλοι ξετρύπωσαν απο το Παλτό του, διαφαίνεται πως τελικά τα έργα τέχνης είναι την ίδια στιγμή προϊόντα και νικητές του χρόνου, πως σε κανέναν δεν αρέσει ένας κλόουν τα μεσάνυχτα και πως ενώ η ζωή εξοντώνει και συντρίβει την ψυχή, μονάχα η Τέχνη σου θυμίζει πως την διατηρείς μέχρι να βγει απο το κορμί σου.

Για το Νικολάι Γκόγκολ, του οποίου το μυστικό του γραψίματος είναι το ξαναγράψιμο, η οποιαδήποτε έκφραση διά της Τέχνης δεν αναπαράγει αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που νιώθουμε, και δεν μπορεί κανείς, ούτε καν εκείνος ο σκοτεινός Ασιάτης να καθοδηγήσει τη δημιουργικότητα.

Όλα είναι θέμα ευθείας. Χεριού, καρδιάς, νου. Και η σύμπραξή τους καταφέρνει να εξαλείψει τα όποια κωλύματα και να προλειάνει το δρόμο.

Ο συγγραφέας με τις βίαιες ψυχολογικές μεταπτώσεις, αυτός που δεν έζησε πολύ για να γνωρίσει την επιτυχία, ένας δημιουργός που ζούσε ως νομάς, αποδεικνύει ξανά πως ό,τι γράφεται με μόχθο, διαβάζεται με ευχαρίστηση και πως το να διαβάζει κανείς τα μεγάλα βιβλία, μοιάζει με το να συνδιαλέγεται τους άριστους των περασμένων αιώνων.

*Ο πίνακας είναι από το τρίπτυχο του έργου του Basco “Ο κήπος των απολαύσεων”.