συνέντευξη στην Άρια Σωκράτους.

Η Σωτηρία Κίτσου συνδυάζει μια πολυσχιδή και δυναμική προσωπικότητα, η οποία διακρίνεται από οργανωτικές ικανότητες κι ένα κοφτερό μυαλό με μια άκρως καλλιτεχνική και ευαίσθητη φύση. Η Σωτηρία είναι φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ και παράλληλα κάτοχος διπλώματος πιάνου με άριστα από το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών καθώς και του διπλώματος «Diplome Superieur» της Schola Cantorum του Παρισιού με βαθμό άριστα και την ανώτατη διάκριση.

Το ρεπερτόριό της καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα έργων τριών αιώνων ξεκινώντας από τον Mozart και τον Bach και τον Rachmaninov. Η ίδια θεωρεί ότι η επιστήμη και η τέχνη της αρχιτεκτονικής μπορεί να συνδυαστεί με την τέχνη της μουσικής  εφόσον υπάρχει η κατάλληλη ρητορική.

1. Είστε φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ και παράλληλα είστε κάτοχος διπλώματος πιάνου με άριστα από το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών καθώς και του διπλώματος  «Diplome Superieur» της  Schola Cantorum  του Παρισιού με βαθμό άριστα και την ανώτατη διάκριση. Πόσο εύκολα συνδυάζεται η επιστήμη της αρχιτεκτονικής με την τέχνη της μουσικής;
Οι σπουδές στην αρχιτεκτονική δύσκολα συνδυάζονται με ταυτόχρονες σπουδές σε κάποιο μουσικό όργανο – φυσικά αυτό εξαρτάται απ’ την ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Και οι δύο σπουδές απαιτούν παρανοϊκά πολύ χρόνο για να επιτευχθεί ένα ελάχιστο αποτέλεσμα – είναι γνωστά τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν τόσο με φοιτητές αρχιτεκτονικής όσο και με μουσικούς που το ρεζουμέ τους είναι ότι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να είναι απασχολημένοι με τη δουλειά τους. Άρα ο χρόνος είναι ένα σημαντικό πρόβλημα. Η ενέργεια είναι το δεύτερο, καθώς και τα δύο αντικείμενα απαιτούν συναισθηματική συμμετοχή. Με λίγα λόγια και ο αρχιτέκτονας και ο μουσικός πρέπει να εκφράζονται –να συγκινούνται και να συγκινούν– μέσα απ’ τη δουλειά τους για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο. Πολλοί φοιτητές της αρχιτεκτονικής παίζουν κάποιο μουσικό όργανο και συμμετέχουν σε μπάντες, ωστόσο η εντρύφηση είναι αυτή που δημιουργεί μάλλον προβλήματα.

Η επιστήμη, αλλά και τέχνη (πρωτίστως, κατά την άποψή μου), της αρχιτεκτονικής μπορεί να συνδυαστεί με την τέχνη της μουσικής όπως ο,τιδήποτε μπορεί να συνδυαστεί με ο,τιδήποτε άλλο στη σύγχρονη μεταμοντέρνα πραγματικότητα που βιώνουμε, εφόσον υπάρχει η κατάλληλη ρητορική. Η σχέση των δύο συγκεκριμένων τεχνών έχει επισημανθεί κάτα κόρον και η μία τέχνη δανείζεται έννοιες και όρους απ΄ την άλλη συνεχώς (δομή, ρυθμός, αντίστιξη, κίνηση, χρυσή τομή κτλ.). Γνωστό είναι το απόφθεγμα του Goethe: «I call architecture frozen music».

Πολλές διαλέξεις γίνονται στη σχολή για το θέμα και υπάρχει και σχετικό ειδικό μάθημα, οπότε είναι φανερό ότι δύσκολα μπορώ να αναλύσω με λίγα λόγια ένα χιλιομελετημένο, αλλά και πολύ ενδιαφέρον θέμα. Η κοινή συνιστώσα πάντως των δύο αντικειμένων που κάνει τη σχέση τους ιδιαίτερη και θέλω να επισημάνω, είναι η έννοια του χρόνου. Ένα μουσικό έργο το ανακαλύπτεις όσο περνάει ο χρόνος, ένα αρχιτεκτόνημα το βιώνεις σταδιακά με την περιήγηση. Η συγκινησιακή δύναμη που αποκτούν οι δύο αυτές τέχνες χάρη στην  άμεση σχέση τους με τον χρόνο είναι πολύ μεγάλη, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να συνδεθούν με το σοβαρότερο μάλλον υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου, τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο που άλλες εικαστικές τέχνες όπως πχ. η ζωγραφική «πασχίζουν» να εντάξουν την έννοια του χρόνου στο λεξιλόγιό τους μέσω κινημάτων όπως ο ιμπρεσιονισμός.
Τέλος, σίγουρα δεν είναι μύθος ότι η προσωπική εξέλιξη στο ένα αντικείμενο συμβάλει ταυτόχρονα και στην εξέλιξη στο άλλο. Για παράδειγμα, η δασκάλα μου, Αγάθη Λεϊμονή, διαρκώς υπενθυμίζει στους μαθητές ότι «η φράση γεννιέται, ζει και πεθαίνει». Για να είναι πετυχημένη μία τέτοια φράση, πρέπει να έχεις σκεφτεί από πού ξεκινάς, πού καταλήγεις και πώς θέλεις να πας. Αυτό το πράγμα ουσιαστικά προσπαθεί να έχει στο μυαλό του συνεχώς και ένας αρχιτέκτονας κατά τη συνθετική διαδικασία. Είναι πιθανό, λοιπόν, αν είσαι σε θέση να σχεδιάσεις καλά μία μουσική φράση, να σου είναι πιο εύκολο να σχεδιάσεις και μία πορεία στον χώρο και αντίστροφα.
2. Πότε ξεκίνησε για πρώτη φορά το μαγικό ταξίδι σας στον κόσμο της μουσικής;
Ξεκίνησα πιάνο σε ηλικία 6 χρονών. Για ένα διάστημα εγκατέλειψα τις σπουδές μου στο πιάνο και ασχολήθηκα με την κιθάρα στο μουσικό σχολείο Παλλήνης και, αφού τελείωσα το σχολείο, αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο πιάνο, επειδή θεώρησα ότι μου ταίριαζε περισσότερο ως όργανο. Είναι συνηθισμένο τα παιδιά να ξεκινούν τις μουσικές τους σπουδές σε μικρή ηλικία, ιδιαίτερα σε χώρες του εξωτερικού, και αυτό είναι φυσικά καλό γιατί είτε το παιδί γίνει τελικά μουσικός, είτε όχι, είναι αποδεδειγμένο ότι οι μουσικές σπουδές σε μικρή ηλικία συμβάλουν στην καλύτερη ανάπτυξη του εγκεφάλου. Ωστόσο, μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί μία σχέση αγάπης-μίσους με το μουσικό όργανο, καθώς σε μεγάλη πια ηλικία, δύσκολα παίρνει κάποιος την απόφαση να εγκαταλείψει κάτι με το οποίο ασχολείται από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί απλά να πρόκειται για μία «ψυχαναγκαστική» συνήθεια. Απόδειξη οι ατελείωτες συζητήσεις με φίλους μουσικούς για το κατά πόσο αξίζει τον κόπο η προσπάθεια που κάνουμε και αν γίνεται από γνήσια αγάπη για το αντικείμενο ή επειδή απλά έχουμε συνηθίσει να μελετάμε!
3. Το ρεπερτόριό σας καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα έργων τριών αιώνων ξεκινώντας από τον Mozart και τον  Bach και τον Rachmaninov. Ποιες δεξιότητες απαιτούνται από έναν καλλιτέχνη προκειμένου να καλύψει ένα τόσο ευρύ φάσμα ρεπερτορίου;

Το ρεπερτόριο κάθε σπουδαστή κλασικής μουσικής καλύπτει ένα τέτοιο φάσμα εποχών και συνθετών και είναι απαραίτητο αυτό αφενός για να αποκτήσει μία πιο ευρεία μόρφωση (ο Rachmaninov π.χ. γίνεται πιο κατανοητός, αν ο εκτελεστής γνωρίζει τι μουσική έγραφε ο Mozart) και αφετέρου να μάθει ποια εποχή/τεχνοτροπία/συνθέτης κτλ. τον εκφράζει καλύτερα. Σ’ αυτό το στάδιο δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη δεξιότητα. Στη συνέχεια, αφού τα θεμέλια έχουν χτιστεί, ο καθένας μπορεί να ειδικευτεί στη μουσική που προτιμάει ή/και του ταιριάζει περισσότερο και να αναπτύξει εκεί τις δεξιότητές του.

4. Αν είχατε κληθεί να επιλέξετε ανάμεσα στο καλλιτεχνικό σας έργο και την επαγγελματική αποκατάσταση, τι θα επιλέγατε;
Τόσο η μουσική όσο και η αρχιτεκτονική είναι δύο τομείς με αρκετά δύσκολη επαγγελματική αποκατάσταση στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή και αυτό είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό. Προς το παρόν δεν έχω αντιμετωπίσει ένα τέτοιο δίλημμα, καθώς ακόμη βρίσκομαι στο ασφαλές ακαδημαϊκό περιβάλλον, όπου οι φοιτητές αρχιτεκτονικής σχεδιάζουν ουτοπίες και οραματίζονται πώς θα αλλάξουν τον κόσμο με την αρχιτεκτονική τους. Η εικόνα του ευαίσθητου ρομαντικού καλλιτέχνη που ψωμολυσσά για χάρη της δυσνόητης τέχνης του δεν μου φαίνεται τόσο δελεαστική, αλλά καθόλου δελεαστική δεν μου φαίνεται επίσης και η εικόνα του γραβατωμένου υπαλλήλου που δεν βλέπει την ώρα να φύγει απ’ τη δουλειά του για να πάει να φάει σούσι στο διπλανό πολυτελές εστιατόριο. Αν μελλοντικά δεν καταφέρω να βρω τουλάχιστον μία μέση λύση, θα εναποθέσω τις ελπίδες μου για μία ενδιαφέρουσα ζωή στον ελεύθερό μου χρόνο κατά το οποίο θα προσπαθώ να δραστηριοποιούμαι με κάποιον τρόπο καλλιτεχνικά.

 

5. Έχετε σκεφτεί να επιδιώξετε μια καριέρα εκτός των ορίων της χώρας σας;
Θεωρώ ότι η προσωρινή διαμονή σε μία ξένη χώρα είναι μία πολύ δυνατή εμπειρία που μπορεί να βοηθήσει κάποιον να αποκτήσει πλούσιες αναμνήσεις αλλά και μεγαλύτερη αυτογνωσία. Θα ήθελα στο μέλλον να επιχειρήσω ένα τέτοιο «ταξίδι» μεγάλης διάρκειας είτε αυτό θα είναι για σπουδές, είτε για επαγγελματικούς λόγους. Η μόνιμη διαμονή θα ήταν κάτι που θα σκεφτόμουν σοβαρά μόνο αν δεν υπήρχε καμία ικανοποιητική επαγγελματική διέξοδος εδώ.

 

6. Πώς είναι η ζωή ενός καλλιτέχνη στην Ελλάδα του 2017; Ποιες προκλήσεις και ποιες δυσκολίες έχετε αντιμετωπίσει;
Στην Ελλάδα του 2017 οι δυσκολίες για έναν νέο που φιλοδοξεί να γίνει σολίστας κλασικού πιάνου ξεκινούν απ’ τα χρόνια των σπουδών (επικεντρώνομαι σ’αυτήν την κατηγορία καλλιτέχνη για λόγους «συντομίας»). Κατ’ αρχήν πρέπει να είναι ή τυχερός ή υποψιασμένος ώστε να ξεκινήσει απ’ την αρχή μαθήματα μ’ έναν πραγματικά καλό καθηγητή, ώστε να μυηθεί με τον σωστό τρόπο στον κόσμο της μουσικής και να μην χάσει χωρίς λόγο τον χρόνο ή τη διάθεσή του. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις οικονομικές ανάγκες των σπουδών, που στη χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες χώρες του εξωτερικού, δεν είναι καθόλου αμελητέες, αφού οι σπουδές παρέχονται κυρίως από ιδιωτικούς φορείς. Στη συνέχεια, αν έχει φτάσει σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο, θα αντιμετωπίσει το δίλημμα αν πρέπει να φύγει στο εξωτερικό για να συνεχίσει σε κάποια Ακαδημία τις σπουδές του ή αν θα μείνει στην Ελλάδα, όπου οι επιλογές του για μία σχολή που, εκτός από θεωρητικές γνώσεις, θα του παρέχει και ειδίκευση στο πιάνο, είναι πολύ περιορισμένες. Όταν τελειώσει τις σπουδές του, θα βγει στην αγορά εργασίας.

Από εδώ και πέρα δεν έχω κάποια ιδιαίτερη εμπειρία, καθώς ακόμη είμαι φοιτήτρια, αλλά τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά. Ένας κλασικός πιανίστας καλείται να ερμηνεύσει ως επί το πλείστον έργα που έχουν γραφτεί αιώνες πριν και είναι πιθανότατα χιλιοεκτελεσμένα. Το να πείσει κάποιον, με τον οποίο δεν συνδέεται συναισθηματικά (!) να πληρώσει το αντίτιμο του εισιτηρίου για να ακούσει τη δική του ερμηνεία δεν είναι κάτι καθόλου εύκολο. Κατ’ αρχήν ο ακροατής πρέπει να έχει διάθεση να ακούσει κλασική μουσική και ιδιαίτερα στην Ελλάδα το ακροατήριο κλασικής μουσικής είναι μικρό. Ύστερα ο πιανίστας πρέπει να αποδείξει ότι οι δικές του εκτελέσεις είναι πιο αξιόλογες από αντίστοιχες εκτελέσεις άλλων πιανιστών, ώστε να τον προτιμήσουν και ο ανταγωνισμός στο αντικείμενο είναι εξαιρετικά μεγάλος λόγω της φύσης του. Αναπόφευκτα, ο νέος που φιλοδοξεί να γίνει σολίστας και έχει τις ικανότητες βέβαια να το κάνει, θα ταξιδεύει συνεχώς δίνοντας ρεσιτάλ ατομικά ή ως μέλος π.χ. ενός συνόλου μουσικής δωματίου, θα συμμετέχει σε παγκόσμιους διαγωνισμούς, θα μελετάει πολλές ώρες καθημερινά και παράλληλα το πιθανότερο είναι να στραφεί και στη διδασκαλία. Αν δεν είναι αρκετά καλός ή αποφασισμένος ώστε να κάνει όλα τα παραπάνω, θα σταματήσει να φιλοδοξεί ότι θα γίνει σολίστας και θα «συμβιβαστεί» με το γεγονός ότι το ρεπερτόριό του θα πρέπει να διευρυνθεί σημαντικά ως προς τα είδη μουσικής που εκτελεί, ώστε να είναι σε θέση να ψυχαγωγεί κόσμο σε ταβέρνες, να συνοδεύει άλλους μουσικούς, να συμμετέχει σε σύνολα, να επενδύει μουσικά διάφορα δρώμενα που δεν θα είναι απαραίτητα του γούστου του και ό,τι άλλο τύχει, χωρίς βέβαια να υπάρχει καμία σιγουριά για το μέλλον. Όλα αυτά, το πιθανότερο, παράλληλα με τη διδασκαλία. Συνεπώς, είναι δύσκολο και σπάνιο να μπορεί να αυτοσυντηρείται κάποιος αποκλειστικά ως κλασικός σολίστας στην Ελλάδα του 2017, όπως υποθέτω εξάλλου είναι –λιγότερο ή περισσότερο– σε όποια χώρα και αν ζει. Αλλαγές κυρίως στο ελληνικό μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι αναγκαίο να γίνουν, αλλά ως προς τα υπόλοιπα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κόσμος αλλάζει και το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσαρμοζόμαστε σε αυτόν. Ο καλλιτέχνης είναι καλό να είναι ευέλικτος και πιστεύω ότι με θέληση, δουλειά και φαντασία μπορεί να ζήσει ικανοποιητικά χωρίς να απομακρυνθεί πολύ απ’ το αρχικό του όραμα.

*Οι φωτογραφίες από το κονσέρτο είναι από τον φωτογράφο Flavio Ianniello