Του Φώτη Καλιαμπάκου.
Η Φιλαρμονική της Βιέννης είναι μια πολύ ιδιαίτερη ορχήστρα με χαρακτηριστικά τα οποία συναντά κανείς μόνο σε αυτή. Αποτελεί ξεχωριστό σωματείο στο οποίο γίνονται δεκτοί μόνο μουσικοί της Κρατικής Οπερας της Βιέννης μετά από κάποια χρόνια θητείας σε αυτήν και, αφού έχουν επιλεγεί μέσα από μια απαιτητική διαδικασία, η οποία κορυφώνεται σε μια ανώνυμη ακρόαση πίσω από ένα παραβάν.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, και αυτό είναι ακόμα εμφανές, μόνο άντρες μπορούσαν να γίνουν μέλη της. Αν και συμμετέχουν μουσικοί από όλο τον κόσμο η πλειοψηφία τους κατάγεται από την Αυστρία ή την Κεντρική Ευρώπη. Τα μέλη της παραμένουν σε αυτή για πάρα πολλά χρόνια και ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι αρκετά υψηλότερος από τις άλλες γνωστές ορχήστρες.
Οι μουσικοί εκτός από τις υποχρεώσεις τους στην όπερα και την ορχήστρα συμμετέχουν σε σύνολα μουσικής δωματίου και είναι ενεργοί και ως σολίστες. Είναι ταυτόχρονα η ορχήστρα του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, ενώ πραγματοποιούν ένα μεγάλο αριθμό περιοδειών κάθε χρόνο ανά τις πέντε ηπείρους. Ολα αυτά δημιουργούν μια ξεχωριστή ποιότητα και ένα ιδιαίτερο δέσιμο.
Και ενώ το ρεπερτόριό της είναι εξαιρετικά ευρύ και οι υποχρεώσεις της αναρίθμητες, η ορχήστρα βρίσκει τον τρόπο να επιμένει και να εμβαθύνει σε συγκεκριμένα έργα και συνθέτες. Στο ελληνικό κοινό είναι ασφαλώς γνωστή η σχέση της με το βαλς και τα έργα της δυναστείας των Στράους, αυτό όμως είναι μόνο ένα, γνωστό λόγω της παγκόσμιας τηλεοπτικής μετάδοσης, παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά.
Ακριβώς όπως και για το βαλς, έτσι και για έναν μεγάλο αριθμό έργων η ορχήστρα διεκδικεί για τον εαυτό της μια προνομιακή σχέση, ένα είδος αυθεντίας στην ερμηνεία τους. Αυτή η αξίωση δεν βασίζεται τόσο στα προηγούμενα χαρακτηριστικά ούτε αναφέρεται τόσο στην τεχνική αρτιότητα, όσο στην ερμηνευτική παράδοση η οποία καλλιεργείται στη Βιέννη τα τελευταία διακόσια χρόνια.

Μαζί με τον Μπετόβεν
Είναι πιθανό ότι ανάμεσα στους μουσικούς της Οπερας της Βιέννης, οι οποίοι ξεκίνησαν το 1842 να δίνουν συμφωνικές συναυλίες, βρίσκονταν κάποιοι οι οποίοι είχαν παίξει με τον ίδιο τον Μπετόβεν αρκετά χρόνια νωρίτερα. Από τότε η ιστορία της ορχήστρας ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με αυτήν των μεγάλων μορφών της μουσικής.
Η ορχήστρα ερμήνευσε την παγκόσμια πρώτη πολλών έργων του Μπραμς, του Μπρούκνερ και πολλών άλλων. Ο ίδιος ο Γκούσταβ Μάλερ ήταν διευθυντής της όπερας της Βιέννης για αρκετά χρόνια, η σχέση του Ρίχαρντ Στράους με την ορχήστρα κράτησε περίπου μισό αιώνα, ο Μπρούνο Βάλτερ σχεδόν έκλαιγε όταν γύρισε στη Βιέννη το 1960 για να διευθύνει μια συναυλία για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μάλερ.
Είχαν περάσει και σχεδόν 60 χρόνια από την πρώτη φορά που ο ίδιος ως βοηθός του Μάλερ είχε σταθεί στο πόντιουμ της όπερας, κάτι παραπάνω από μια αιωνιότητα, αν σκεφτεί κανείς τα γεγονότα που μεσολάβησαν. Υπάρχει ακόμα η ημιτελής ηχογράφηση της Βαλκυρίας υπό τη διεύθυνσή του, την οποία διέκοψε βίαια ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά τον πόλεμο, ανάμεσα στις ξεχωριστές μορφές που ανέβηκαν στο πόντιουμ της ορχήστρας ήταν ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν ο οποίος την διηύθυνε αμέτρητες φορές ως τα βαθιά του γεράματα και ο δικός μας Δημήτρης Μητρόπουλος, τον οποίο μερικοί μεγάλοι σε ηλικία Βιεννέζοι φιλόμουσοι ή και μέλη της ορχήστρας θυμούνται με νοσταλγία, χαρακτηρίζοντάς τον «Gigant».

Ιδιαίτερος ήχος
Ολες αυτές οι ιστορικές μορφές της μουσικής, ανάμεσα σε πολλές άλλες, και σε συνδυασμό με τα παραπάνω αναφερθέντα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύνθεσης της ορχήστρας, τα ιδιαίτερα όργανα, την μέχρι πρότινος διαφορετική συχνότητα κουρδίσματος, τους δύο ξεχωριστούς χώρους στους οποίους επικεντρώνεται η δράση της.
Δηλαδή τη «χρυσή αίθουσα» του Θεόφιλου Χάνσεν, στην οποία, παρά τις πολλές ανακαινίσεις, δεν τολμούν να αλλάξουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά της σκηνής από φόβο μήπως αλλοιωθεί η ακουστική και πάνω απ’ όλα, και την Κρατική Οπερα, η από γενιά σε γενιά μουσικών μεταφερόμενη αντίληψη για το πολιτισμικό αγαθό που λέγεται μουσική, έχουν δημιουργήσει μια ερμηνευτική παράδοση και έναν ιδιαίτερο ήχο, που είθισται να λέγεται «βιεννέζικος ήχος», ο οποίος στα λόγια του Μπρούνο Βάλτερ αποτελεί μοναδική πολιτιστική κληρονομιά.

Είναι κάτι δύσκολα προσδιορίσιμο και ακόμα πιο δύσκολα εξηγήσιμο. Ενας ήχος, ο οποίος χωρίς να υστερεί σε διαφάνεια και ακρίβεια, δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην έκφραση, στην πλαστικότητα, στη δημιουργία μιας μυστηριακής, μυστικιστικής, υποβλητικής στα όρια του μεταφυσικού ατμόσφαιρας.
Οταν συμβαίνει αυτό (γιατί μη φανταστεί κανείς ότι αυτό είναι καθημερινότητα) αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι οι μουσικοί απλώς απολαμβάνουν ηδονιστικά, σχεδόν ναρκισσιστικά τον ήχο τους. Και βέβαια τα μυστικά αυτού του ήχου μεταφέρονται στην πράξη από γενιά σε γενιά μουσικών και διαφυλάσσονται ως κόρη οφθαλμού. Υπάρχουν μάλιστα κάποιοι από τους μουσικούς, οι οποίοι ανήκουν για δεύτερη ή και τρίτη γενιά στην ορχήστρα, υπάρχει δηλαδή και μια φυσική συνέχεια σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόκειται δηλαδή για μια μουσική δυναστεία.
Από το 1989 και μετά η ορχήστρα εμφανίζεται κάθε χρόνο για τρεις παραστάσεις στο Carnegie Hall, η μοναδική ορχήστρα με τόσο τακτική – μόνιμη παρουσία στο θεσμό. Φέτος οι εμφανίσεις αυτές είναι προγραμματισμένες για την Παρασκευή 24 και το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Φεβρουαρίου (25-26) υπό τη διεύθυνση του Αυστριακού αρχιμουσικού, διευθυντή και της διάσημης Ορχήστρας του Κλίβελαντ, Franz Welser Möst.
Σ.Σ.: Ο χαρακτηρισμός του τίτλου για τους μουσικούς της ορχήστρας ανήκει στον σπουδαίο Γερμανό αρχιμουσικό Hans Knappertsbusch (1888-1965)