Από την Κέλλυ Βουράνη
“The chief aim of education is to show you after you make a livelihood, how to enjoy living; and you can live longest and best and most rewardingly by attaining and preserving the happiness of learning.” Gilbert Arthur Highet
Φεβρουάριος, ο μήνας της σχολικής αξιολόγησης. Βαθμοί…η εικόνα της επίδοσης στα μαθήματα. Επίδοση που στις τάξεις του λυκείου σχετίζεται με την επιλογή κατεύθυνσης σπουδών και κατˊ επέκταση επαγγέλματος. Πέρα από οποιεσδήποτε απόψεις για τον τρόπο αξιολόγησης, αξίζει να δούμε αυτό που προηγείται, τη διδακτική.
Η ώρα της γεωμετρίας∙ δάσκαλος, μαθητές, το δίπτυχο της αλληλεπίδρασης κατά τις παιδαγωγικές θεωρίες. Ο εκμαιευτής της γνώσης δάσκαλος και ο ερωμένος τη γνώση μαθητής. Θεωρίες που, συχνά, δε γίνονται ποτέ πράξη, καθώς ο εκπαιδευτικός λειτουργεί μονόδρομα, καθιστώντας έτσι τη σκέψη του παιδιού, πεδίο αναρίθμητων «αιωρουμένων ερωτηματικών». Αποτέλεσμα το παράπονο της μαθήτριας ότι είναι αδύνατο να καταλάβει τη γεωμετρία κατά τη διάρκεια της παράδοσης. Και το σπουδαιότερο, φοβάται να εκφράσει την αδυναμία της στον καθηγητή της. Τον θεωρεί απόμακρο και απότομο. «Και αν με πάρει με στραβό μάτι και μου βάλει χαμηλό βαθμό;»
Είναι πολλά τα αντίστοιχα παραδείγματα για όλα τα μαθήματα. Παράδοση ανούσια, χωρίς επικοινωνία, χωρίς ενσυναίσθηση, χωρίς αγάπη για τη γνώση∙ το γιατί μαθαίνω γεωμετρία, φυσική, ιστορία…. Άριστοι επιστήμονες, εκπαιδευτικοί πλήρως καταρτισμένοι στο αντικείμενο τους, αδυνατούν να μεταδώσουν την αγάπη τους για αυτή. Αγάπη που «φλέγει» αλλά που δεν «καίει» τις ψυχές των μαθητών. Στέκει απόμακρη, νομίζοντας ότι την περιφρονούν , «πάλι με γράψατε, κανείς δεν έκανε την άσκηση που σας έβαλα».
Ο φόβος κυριεύει και τις δύο πλευρές και τις μεταμορφώνει σε ανελεύθερα όντα, έτοιμα για σύγκρουση, άγονη αμφισβήτηση και ψυχρότητα. Ψυχρότητα που καταδικάζει μια ολόκληρη τάξη στην αδιαφορία, αφού αναγορεύεται ως ανεπίδεκτη μαθήσεως. «Σιγά μη ενδιαφερθούν για τη λογοτεχνία» λέγεται μερικές φορές για τους μαθητές του επαγγελματικού λυκείου.
Δεν μπορούν να «συγκινηθούν» τα παιδιά; Ή τάχα δεν μπορεί να τα συν-κινήσει ο δάσκαλος;
Πού είναι όμως η δική του «συν-κίνηση»; Πού είναι οι δικές του «αντένες» για να καταγράψουν τον παλμό της τάξης; Είναι δεκτικός στην κριτική και στην καυστικότητα της νεότητας στην προσπάθειά της να αυτοπροσδιοριστεί; Ή μήπως περιχαρακώνεται υψώνοντας τείχη γύρω του, βαυκαλιζόμενος με την ασφάλεια της ουτοπικής του αυθεντίας;
Κανένα περιθώριο για το απρόβλεπτο και το περιπετειώδες. Γιατί τι άλλο είναι η διδασκαλία παρά ένα ταξίδι για «λιμένας πρωτοιδωμένους», για την κατάκτηση της πολυπόθητης «Ιθάκης»;
Τι νόημα θα είχε το «ταξίδι» χωρίς τους «Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας», χωρίς τις Σειρήνες και την Κίρκη… χωρίς τα «πανιά της ανασφάλειας»;