Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης
Και Δημοσιογράφος
Πολιτισμός. Ο καθρέπτης και ο ακρογωνιαίος λίθος, μιάς ολάκερης κοινωνίας και μιάς χώρας.
Ο πολιτισμός στην σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα η οποία έχει διέλθει σαράντα ένα χρόνια μεταπολιτευτικής ασυδοκρατίας, δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα πέρα απο τις επιδοτήσεις προς ημετέρους, την τακτοποίηση
των σε θέσεις του δημοσίου επί πληρωμή και γενικώς πολιτισμός σήμερα σημαίνει διασπάθιση του δημοσίου χρήματος συνήθως υπέρ όπως προανέφερα ημετέρων με ουδεμία ουσιαστική προσφορά, αποδίδοντας στο κοινό έργα
άνευ ουσίας, άνευ λόγου και καλλιτεχνικής αξίας.
Ο λόγος λοιπόν στην σημερινή μου αναφορά περί του Γεώργιου Σουρή. Ίσως κάποιοι τον γνωρίζετε διότι απο καιρού είς καιρόν πολλοί φέρνουν απο το σκοτάδι της λήθης όπου επί της ουσίας τον έχουν παραχώσει οι σημερινοί νεοέλληνες και περισσότερο οι δήθεν πνευματικοί άνθρωποι της αριστερής σάπιας θολοκουλτούρας που λυμαίνεται και κατατρώγει τις σάρκες αυτού του λαού και του τόπου, στίχους του οι οποίοι είναι το
λιγότερο διαχρονικοί.
Ο Σουρής, τεράστιο ποιητικό ταλέντο του 19ου αιώνα, αναλώνεται πραγματικά στον σχολιασμό της τότε νεοελληνικής κοινωνίας, την οποία αν ψάξει κανείς ενδελεχώς , θα παρατηρήσει πως δεν έχει αλλάξει και πολύ τα τελευταία αυτά 150 χρόνια που μας χωρίζουν μεταξύ ημών και
εκείνου.
Γεννιέται στις 2 Φεβρουαρίου του 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου απο εύπορη οικογένεια με την πρόθεση του πατρός του να ακολουθήσει το ιερατικόν στάδιο. Αργότερα ο πατέρας του χρεοκοπεί, τα σχέδια αλλάζουν
άρδην και ο Σουρής μετά απο κάποιες περιπέτειες γράφεται στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών χωρίς ποτέ όμως να κατορθώσει να λάβει πτυχίο. Η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνον αρχίζει να απασχολείται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες της εποχής («Μη Χάνεσαι», «ο Ραμπαγάς», περιοδικόν «Ασμόδαιος» κ.α.) όσπου στις 2 Απριλίου του 1883, ο Γεώργιος Σουρής εκδίδει το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του «ο Ρωμηός».
Ο «Ρωμηός» υπήρξε η άκρως επιτυχημένη του προσφορά επί της ουσίας στα Ελληνικά γράμματα, ήταν μια εβδομαδιαία σατυρική επιθεώρηση γραμμένη έμμετρα και ποιητικά την οποία έγραφε μόνος, και έμμελε να καταστεί η πλέον σημαντική εκδοτική προσπάθεια του, αλλά και η αιχμή του δόρατος μιάς πνευματώδους προσωπικότητας η οποία καυτηρίαζε τα πάντα με ύφος λογοτεχνικόν και κατάφερε να αφήσει εποχή, όντας αγαπητή απο φίλους και εχθρούς.
Τύπωσε 1444 τεύχη και εδημοσιεύετο επί 36 συναπτά έτη ως και λίγο πριν απο τον θάνατο του ποιητή στα 1919. Επίσης ο Σουρής, ο οποίος απο σχετικά νωρίς χαρακτηρίστηκε ως ο «νέος Αριστοφάνης» , έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες, αρκετές εκ των οποίων παραστάθηκαν και απο σκηνής όπως «οι Νεφέλες» του κανονικού Αριστοφάνη σε έμμετρη απόδοση του, η οποία παραστάθηκε απο το δημοτικό θέατρο των
Αθηνών.
Αναφορικά με τους στίχους του Σουρή και λόγω του χώρου, θα αναφερθώ σε ένα χαρακτηριστικό ποίημα του το οποίο και αναδημοσιεύω πλήρως διότι απηχεί και τούτο πλήρως την κακοδαιμονία μας ως λαός, μιάν κακοδαιμόνια με τα αδιέξοδα της, σχεδόν ίδιον της ενδόξου ιστορίας και της φυλής μας. Ο Σουρής δεν είναι Παλαμάς. Παρά το οτι ήταν πολύ μορφωμένος κατήλθε και άπλωσε το χέρι στον λαό, του μίλησε για τα άσχημα του με αγάπη στην γλώσςα που καταλάβαινε και οχι με τιμωρητική διάθεση, αγαπήθηκε στην εποχή του διότι υπήρξε αληθινός, όπως αληθινή
και πραγματική υπήρξε η τέχνη του. Για αυτό και αξίζει την προσοχή μας και σήμερα, διότι τα κλειδιά του προβλήματος μας, βρίσκονται εκεί στις στροφές και τις ρίμες ενός Σουρή. Κάθε εποχή χρειάζεται τον Σουρή
της, τούτο είναι το μόνον σίγουρο.
Αναδημοσιεύω πλήρως το ποίημα του λοιπόν με τον τίτλο «Ο Ρωμηός»
Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Η αλλού πάλι σημειώνει το γνωστόν
«Ω Ελλάς, ηρώων χώρα
Τι γαιδάρους βγάζεις τώρα»
Και αλλού εξίσου διαχρονικά και επίκαιρον ποίημα του «Οι Αρχηγοί» απο
το οποίο δημοσιεύω την πρώτη στροφή.
«Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.»