Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Παρόλο που το αστυνομικό μυθιστόρημα ξεκίνησε από τον 19ο αιώνα, χάρη στον Έντγκαρ Άλαν Πόε, εντούτοις άνθισε στον 20ο αιώνα και ιδίως κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ιδιαίτερης και αμφιλεγόμενης αυτής μυθιστορηματικής φόρμας είναι ο Ρέημοντ Τσάντλερ, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί από τους κριτικούς ως «θεμελιωτής του αμερικανικού νουάρ».
Γεννημένος στο Σικάγο και με μνήμες από την Αγγλία, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια, αλλά και με σπουδές τόσο στην Αγγλία, όσο και τη Γαλλία, αλλά και τη Γερμανία, ο Τσάντλερ συνδυάζει στα διηγήματά του τα βασικά χαρακτηριστικά του αστυνομικού μυθιστορήματος, δηλαδή την διαλεύκανση ενός φόνου ή μυστηρίου, με φιλοσοφικές αναζητήσεις που παραπέμπουν σε λογοτεχνικές επιρροές από τον προηγούμενο αιώνα.
Η εμπειρία του ως δημοσιογράφος τον βοηθά να αποδώσει στους ήρωες του τα γνωρίσματα μορφών του υποκόσμου, όπου κινούνται συνήθως ή της ταχέως αναπτυσσόμενης μεγάλης πόλης.
Στο διήγημά του «Πυροβολισμοί στου Συρανό», που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1936, η αίσθηση μυστηρίου δίνεται από την πρώτη στιγμή και η εικόνα παραπέμπει στα κλασικά φιλμ νουάρ, όπως έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη του σύγχρονου αναγνώστη.
Κεντρικός ήρωας είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Τέντ Κάρμαντι, ένας άνδρας μοναχικός, χωρίς οικονομικά προβλήματα, με «αδιάβροχο (…) και ένα τσιγάρο να κρέμεται χαλαρά στα χείλη του», που παρασύρεται από τη γοητεία ξανθών αδύναμων αιθέριων υπάρξεων.
Η τυχαία συνάντησή του με το θύμα κακόβουλης επίθεσης – την χορεύτρια Τζην Άντριαν – τον εμπλέκει στην αντιμετώπιση αρχικά μιας απειλής για στημένους αγώνες του μποξ και στη συνέχεια στη διαλεύκανση ενός εγκλήματος για το οποίο ο προφανής δράστης ομολογεί έναν φόνο που δεν διέπραξε.
Η τριτοπρόσωπη γραφή παρακάμπτει αυτήν της πρωτοπρόσωπης, που χρησιμοποιείται συνήθως στα αμερικανικά αστυνομικά μυθιστορήματα του ’30, αλλά διατηρεί τον ρυθμό επιτάχυνσης και κορύφωσης της αγωνίας με μικρές κοφτές προτάσεις και σκηνές που διαδραματίζονται τη νύχτα και κατά τη διάρκεια βροχόπτωσης. Οι δε φωτογραφικές περιγραφές χώρων και κινήσεων θυμίζουν τις λεπτομερείς σκηνοθετικές οδηγίες ενός σεναρίου.
Ο Τσάντλερ περιγράφει την εικόνα του υποκόσμου στην Αμερική του ’30 και είναι εμφανής η επιρροή του από τα χρόνια διαβίωσης του στο εξωτερικό, αφού δεν διστάζει να ασκήσει κριτική στους ομοεθνείς του μέσω του αυτοσαρκασμού του ήρωά του: «Κάρμαντι, το κλασικό αμερικάνικο κορόιδο».
Συγχρόνως, διαμέσου της ανεπιτήδευτης σκληρότητας των δευτεραγωνιστών, θίγει το ουσιαστικό ζήτημα του ρατσισμού που δίχαζε τους Αμερικανούς επί δεκαετίες: «Αραπάδες μαζί με μιαν άσπρη κοπέλα. Σιχαμερό. Τρισάθλιο. Βάρβαρο και τρισάθλιο».
Παρακολουθούμε επομένως ένα κείμενο που ξεπερνά το όριο μιας ιστορίας μυστηρίου και προσδίδει μια λογοτεχνική διάσταση, θέτοντας διακριτικά υπαρξιακές αναζητήσεις.
Τέλος, αν και ο Τσάντλερ συγκαταλέγεται στους συγγραφείς χωρίς μεγάλη παρακαταθήκη έργων, ωστόσο έχει αφήσει ένα σημαντικό αποτύπωμα στο ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος που επέλεξε να ακολουθήσει.