από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Συνείδηση είναι η αίσθηση πως κάποιος κατασκοπεύει τις κινήσεις σου, ακούει κάθε απόκρυφη σκέψη σου και συγχρονίζει το κροτάλισμα των δαχτύλων του στο ρυθμό της ανάσας σου.

Λογική είναι η εσωτερική φωνή που σου υπαγορεύει τι να αρνηθείς. Σίγουρα όμως μόνο το συναίσθημα είναι ο επίμονος ψίθυρος που θα σου υποδείξει πού να ενδώσεις.

Λίγο να αμφισβητήσεις τη συνείδηση και θα γίνει τύραννος. Λίγο να παραγκωνίσεις τη λογική και κάθε περίσταση θα θυμίζει ελεύθερη πτώση, στην οποία δεν άνοιξε το αλεξίπτωτο. Το συναίσθημα είναι μια παναθρώπινη γλώσσα, γεννιόμαστε γνωρίζοντας ήδη τους κώδικές της.

Είναι η επικράτηση του λιονταριού με τα νύχια, του ταύρου με τα κέρατα, του ατόμου με την καρδιά. Ή αλλιώς το τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στο κτήνος και τον υπεράνθρωπο ακριβώς πάνω απο την άβυσσο. Εκείνο που σαν σε κυριεύσει, σε κάνει αφεντικό και δούλο της θέλησής σου.

Τρίτη ήταν που τρύπησαν ταυτόχρονα τα αυτιά του γιατρού στις μακρινές Ολλανδικές Ινδίες, η φωνή της συνείδησης, η φωνή της λογικής και η στριγκή της καρδιάς.

Μάταια προσπάθησε να καταλάβει κάτι μέσα σ’ αυτή την ιδιόμορφη χορωδία σαν αντίκρισε τη μυστηριώδη γυναίκα που εμφανίστηκε εμπρός του ζητώντας του να την απαλλάξει απο την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της, όσο πιο άμεσα γινόταν. Τέσσερις μέρες είχε μονάχα στη διάθεσή της για να ξεφορτωθεί μια και καλή το απότοκο της απιστίας της. Το Σάββατο θα επέστρεφε ο σύζυγός της απο το ταξίδι του, και ο σπόρος της εξωσυζυγικής της περιπέτειας έπρεπε πάση θυσία να ξεριζωθεί απο τη μήτρα της.

Χωρίς να αποκαλύψει πολλά, θεωρώντας ότι διατάζει τον υπηρέτη της να κάνει τη «βρώμικη» δουλειά για χάρη της, απαιτεί απο τον γιατρό να προχωρήσουν στην άμβλωση κι όταν αυτός θα έχει εξασφαλίσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για τις υπηρεσίες του, και η ίδια την πολυπόθητη εχεμύθειά του, να εξαφανιστεί απο τη χώρα χωρίς να αφήσει το παραμικρό σημάδι ζωής πίσω του. Το θράσος και η τόλμη αυτού του θηλυκού σε συνδυασμό με τη σαγήνη που του ασκεί, δεν αργούν να τον βγάλουν εκτός εαυτού, να απολέσει την ψυχική του γαλήνη μες σε ελάχιστες στιγμές. Θέμα χρόνου είναι πάνω στον καθρέφτη του μυαλού του να διαστραφούν τα είδωλα μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας.

Ο γιατρός θα αρνηθεί τη βοήθειά του στην άγνωστη πλανεύτρα, κι αυτή θα είναι η αρχή του τέλους και των δύο. Ξαφνικά όλα συναινούν στην αντίστροφη μέτρηση μιας ωρολογιακής βόμβας. Η γυναίκα θα φύγει έξαλλη, αλλά περήφανη απο το ιατρείο κι ο επιστήμονας θα βυθιστεί στο έλος της παραφοράς. Θα την ψάξει, θα αναπτύξει εμμονή με όσα απαρτίζουν το υπέρτατο κι αλάθητο εγώ της, θα καλλιεργήσει ένα είδος τρυφερότητας για την κατάστασή της, και όταν θα θελήσει να τη λυτρώσει, θα είναι πια αργά.

Λένε ότι ο θάνατος μιας ωραίας γυναίκας είναι χωρίς αμφιβολία το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο. Για ‘κείνον που εξαιτίας του, μια έγκυος χάνει άδικα τη ζωή της εμπιστευόμενη την απαλλαγή της απο το έμβρυο σε μια Κινέζα κομπογιαννίτισα, είναι το πιο φρικτό και το πιο ένοχο φορτίο της διαταραγμένης του ψυχής.

Λίγες ώρες πριν η ηρωίδα του Στέφαν Τσβάιχ ξεψυχήσει, ζητά απο το γιατρό να της ορκιστεί πως κανείς δε θα μάθει την αληθινή αιτία του θανάτου της. Έχοντας ξεματώσει, έχοντας αποδεχθεί το χαμό της στη δίνη της θλίψης και του σκότους, τον υποχρεώνει να θάψει για πάντα το μυστικό της. Χαράματα Πέμπτης ξεκινά το μακρύ ταξίδι της στο φως και έπειτα μια ολόκληρη σκευωρία θα στηθεί απο εκείνον για να παραμείνουν απόρρητα τα αίτια του πεθαμού. Τόσο απο τον εραστή, όσο απο το σύζυγο, και την κοινωνία. Ένα σωρό ψευτιές παραγεμίζουν το πιστοποιητικό του θανάτου της, μα το εκκρεμές της φρόνησής του γέρνει εδώ και μέρες προς το παράλογο, εκεί όπου η απελπισία θυμίζει σκουπιδότοπο που ετοιμάζεται να καταπιεί ύλη και πνεύμα, κι η μόνη διαφορά των λογικών απο τους φρενοβλαβείς είναι πως οι διανοητικά υγιείς έχουν πολλές ιστορίες να αφηγηθούν, ενώ οι δεύτεροι αποκλειστικά μία. Την ιστορία που περιέχει όλες τις αναμνήσεις απο τις οποίες αιώνια υποφέρουν, και η κατάθλιψη που πηγάζει απο την αναβίωσή τους, εδραιώνει την ανικανότητα σύλληψης οποιουδήποτε φωτεινού μέλλοντος.

Ο Αυστριακός συγγραφέας, Στέφαν Τσβάιχ που στις 23 Φεβρουαρίου 1942 αυτοκτόνησε με τη σύζυγό του στη Βραζιλία, κυριευμένος απο ποικίλες φοβίες όσον αφορά στο πολιτικό και πολιτισμικό σκηνικό της Ευρώπης, δείχνει να γνωρίζει απο προσωπική πείρα πως είναι προτιμότερο ένα πανάθλιο τέλος παρά μια αθλιότητα χωρίς τέλος, και πως το σημαντικό δεν είναι ποιός αρχίζει το παιχνίδι, αλλά ποιός και πώς το τελειώνει.

Τοποθετώντας τον ήρωά του πάνω σε ένα κατάστρωμα, κι υποχρεώνοντάς τον σε μια εξομολόγηση δίχως άφεση απέναντι σε έναν άγνωστο αντρα, αφηγείται το πιο τρελό επεισόδιο της ζωής του χαρακτηρίζοντάς το «αμόκ», μανία, παραφορά και παραίσθηση κατά την οποία η λογική είναι το πρώτο θύμα των σφοδρών συγκινήσεων. Για το γιατρό, αυτοκτονία δεν είναι απαραίτητα η επιθυμία να πεθάνεις.

Ενδεχομένως είναι η προσμονή να εξαφανιστείς, και μαζί να εξαφανίσεις όσα θα μπορούσαν να προδώσουν το μυστικό της γυναίκας που σου λήστεψε την ψυχή. Κατανοεί πως λίγοι έχουν το σθένος να χαθούν πραγματικά κι απο όλους τους μηχανισμούς διαφυγής, βρίσκει το θάνατο ως τον πιο αποτελεσματικό. Ο δυστυχής γιατρός έχει χάσει τα πάντα κι είναι ικανός για τα πάντα όταν συνειδητοποιεί πως στο ίδιο καράβι ταξιδεύει το πτώμα της γυναίκας που τον στοίχειωσε, με προορισμό την Αγγλία, όπου θα ταφεί.

Περιστασιακά τα σφυρίγματα της θάλασσας φέρνουν μια φωνή στα αυτιά του. «Θάψε το μυστικό μου. Ορκίσου πως όπου κι αν πας, θα το πάρεις μαζί σου», λες, τον προστάζει με την κρύα χροιά της εκείνη που μοναδική φιλοδοξία της έχει την έμπνευση του έρωτα μες στις αντρικές καρδιές. «Ορκίσου» θα επιμείνει τρίζοντας τα δόντια της και πριν χτυπήσει ξανά το καμπανάκι του πλοίου, η απόφαση θα είναι ήδη ειλημμένη.

 

Για τον αναγνώστη, 95 χρόνια μετά την αρχική δημοσίευση του συγκλονιστικού διηγήματος, η γραφή του Στέφαν Τσβάιχ, αποτελεί μικρόφωνο μπρος στους χτύπους της ανθρώπινης καρδιάς για να τους μεγενθύνει όσο η πλοκή κορυφώνεται, και ο δημιουργός, απλανής αστέρας στο απέραντο σύμπαν της Λογοτεχνίας. Απο τους αμετάβλητους και τους αυτόφωτους. Απο αυτούς που επιδρούν σε κάθε τόπο και εποχή, ενώ το ίδιο το «Αμόκ», ένα κλασικό έργο, στο οποίο αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις, μένει λίγη ακόμη για να χάσεις, μια καθηλωτική ιστορία, όπου τα πάθη καταστρέφουν με μαθηματική ακρίβεια τον αφέντη τους, και μια ομολογία στην οποία, ένα είναι το σίγουρο: πως ο ύπνος της λογικής γεννά τα τέρατα του παραλόγου.