Του Φώτη Καλιαμπάκου.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ολοκληρώθηκε την Κυριακή το απόγευμα η ετήσια τριήμερη επίσκεψη της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης στη Νέα Υόρκη, με την ορχήστρα να συνεχίζει τη φετινή αμερικανική περιοδεία της, στη Βόρεια Καρολίνα και τη Φλόριντα.
Τις συναυλίες διηύθυνε ο επίσης Αυστριακός αρχιμουσικός, γνωστός στις ΗΠΑ περισσότερο ως μουσικός διευθυντής της διάσημης ορχήστρας του Cleveland, Franz Welser-Möst. Εγινε μετάδοση ραδιοφωνικά και στο διαδίκτυο, όπου είναι ακόμα διαθέσιμη.
Το πρόγραμμα ήταν επίσης αυστριακό, αφού παρουσιάστηκαν έργα είτε Βιεννέζων συνθετών, όπως ο Φραντς Σούμπερτ και ο Αρνολντ Σένμπεργκ, είτε συνθετών που πέρασαν στη Βιέννη μεγάλο μέρος της δημιουργικής τους ζωής, όπως ο Γιοχάνες Μπραμς και ο Ρίχαρντ Στράους, με τη σχέση του τελευταίου με τη Φιλαρμονική, και ως αρχιμουσικού να κρατάει δεκαετίες.
Στην πρώτη συναυλία, το πρόγραμμα περιελάμβανε και ένα έργο ενός συνθέτη από τις τάξεις της ίδιας της ορχήστρας. Ο βιολονίστας, επί δεκαετίες μέλος της ορχήστρας, René Staar, είχε την τιμητική του, αφού η ορχήστρα παρουσίασε την αμερικανική πρεμιέρα του έργου του: «Recycling Time».

Πρόκειται μια προσπάθεια να δημιουργηθεί σε διάφορα ορχηστρικά επίπεδα, αλλά και με κάποια φωνητικά εφέ των μελών της ορχήστρας σε έναν ασυνήθιστο γι΄ αυτά ρόλο, μια μουσική αλληγορία – μια αναζήτηση του Χρόνου. Φαίνεται ότι ο συνθέτης έχει λάβει υπ’ όψιν του και τις εκφραστικές ιδιαιτερότητες της ορχήστρας, με αποτέλεσμα να ηχεί αρκετά «βιεννέζικο» σε ορισμένα συνοδευτικά περάσματα των εγχόρδων, από τα οποία άλλωστε προέρχεται. Τα ενίοτε ατμοσφαιρικά έγχορδα δημιουργούσαν μια ατμοσφαιρική βάση για πιο «εκρηκτικές» χρήσεις των πνευστών και των κρουστών.
Ο Staar πάντως δεν ανέβηκε στη σκηνή μόνο για να απολαύσει το χειροκρότημα του κοινού για το έργο του, αλλά πήρε και κανονικά τη θέση του στα δεύτερα βιολιά στις υπόλοιπες συναυλίες.
Στράους-Σένμπεργκ-Σούμπερτ
Πριν από το σχετικά νεότευκτο έργο ή ορχήστρα είχε δώσει μια όμορφη μικρή πρόγευση για τα έργα του Σούμπερτ που ακολούθησαν της επόμενες μέρες, με τη δεκάλεπτη «Μαγική Αρπα» του συνθέτη, ενώ μετά το διάλειμμα παρουσιάστηκε το μεγαλόπνοο έργο του Ρίχαρντ Στράους: «Η Ζωή ενός Ηρωα» (Heldenleben, Op. 40, 1898).
Εδώ, κατά την ταπεινή μας γνώμη, η τεχνική αρτιότητα, η «αναλυτικά» βαθιά κατανόηση της μουσικής από τον αρχιμουσικό και η τεχνικά υψηλού επιπέδου με έξοχα τα χάλκινα πνευστά επίδοση της ορχήστρας, δεν συνοδεύτηκε από την καθηλωτική ατμόσφαιρα την οποία συνήθως επιτυγχάνουν οι Βιεννέζοι στα έργα του συνθέτη. Αυτό όμως δεν ίσχυε για το πρώτο βιολί της ορχήστρας Volkhard Steude, ο οποίος έλαμψε στα εκτεταμένα μυστηριακά σόλι του έργου.
Η Ενάτη συμφωνία του Σούμπερτ («Μεγάλη», σε Ντο μείζονα, D. 944), με την οποία ολοκληρώθηκαν οι συναυλίες, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα σήμα κατατεθέν της ορχήστρας, της οποίας ο ιδιαίτερος, αποκαλούμενος και βιεννέζικος ήχος, αποδίδει με μοναδικό τρόπο μεταξύ άλλων την τρυφερή μελαγχολία του αργού μέρους και τις μελωδίες του Σκέρτσο.

Ολες αυτές οι πτυχές αναδείχτηκαν στη συναυλία της Κυριακής, με όμορφη λυρική ροή, τονισμένα αλλά όχι απότομα κοντράστ, χρώματα, ευαισθησία, ειδικά στο ονειρικό αργό μέρος, διαφοροποίηση των μερών, με τη μικρή ένσταση ότι Welser-Möst επέλεξε αρκετά γρήγορα τέμπι, τα οποία τόνισαν μεν επιπλέον τις αρετές της ορχήστρας, αλλά σε ορισμένα σημεία λειτούργησαν εις βάρος της ατμόσφαιρας, δεν άφηναν πάντα το κοινό να «παραδοθεί» απόλυτα στη μαγεία της μουσικής.
Αν και πάλι ένα τόνο πιο «συγκρατημένη» ως προς την ατμόσφαιρα, εξαιρετική ήταν η επίδοση των βιεννέζικων εγχόρδων στο πρωτόλειο μετα-ρομαντικό έργο του Αρνολντ Σένμπεργκ: «Εξαϋλωμένη Νύχτα» (Verklärte Nacht, Op. 4, 1899), στην αρχή της τρίτης συναυλία σε μια «αναλυτική» και ευκρινή προσέγγιση από το Welser-Möst.
Χωρίς ενστάσεις
Καθηλωτική ατμόσφαιρα, συνοχή, πιο αργά τέμπι και υποβλητικός πανέμορφος ήχος των εγχόρδων και των ξύλινων πνευστών που διακρίθηκαν, και στυλιστικά έξοχα χάλκινα, στη συναυλία του Σαββάτου, τόσο στην αριστουργηματική «Ημιτελή» του Σούμπερτ, όσο και στο μεγαλειώδες Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Γιοχάνες Μπραμς (σε Ρε ελάσσονα, Op. 15).

Στο σολιστικό κομμάτι, αν και όχι πια στο απόγειο της τεχνικής του, όμως στυλιστικά άριστος και με βαθιά κατανόηση της μουσικής, ο, επίσης Αυστριακός, πιανίστας Rudolph Buchbinder αποθεώθηκε από το κοινό της κατάμεστης (sold-out) αίθουσας και ανταπέδωσε με ένα πολύ «βιεννέζικο» κομμάτι με μελωδίες από τη «Νυχτερίδα» του Στράους.
Ο διακεκριμένος πιανίστας συμπληρώνει φέτος τα 70 του χρόνια και σίγουρα και για αυτόν τον επιπλέον λόγο εν είδει δώρου ή τιμής για την πολύχρονη προσφορά του προσκλήθηκε στην περιοδεία. Συνεργάζεται για δεκαετίες με τη Φιλαρμονική ενώ είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά ενώπιον του βιεννέζικου κοινού σε ηλικία μόλις 5 ετών!
Με τον Welser-Möst να είναι γνωστός για τις επιδόσεις του στα μεγάλης κλίμακας έργα και την ορχήστρα εμφατικά να επιδεικνύει το ότι ο όμορφος ήχος, στο μοντερνιστικό αυτή τη φορά ιδίωμα του Μπάρτοκ, μπορεί να επιτευχθεί και στις υψηλές ταχύτητες, χωρίς να γίνονται συμβιβασμοί στην ακρίβεια, η συναυλία ολοκληρώθηκε με μια «θαυμαστή» επίδοση στο «Θαυμαστό Μανδαρίνο».
Σε όλες τις συναυλίες η ορχήστρα, ακόμα και μετά το «Heldenleben», κάτι που είναι μάλλον «εκτός του πρωτοκόλλου», έπαιξε και ένα ανκόρ από το ρεπερτόριο της πρωτοχρονιάτικης συναυλίας, κάτι που ασφαλώς ενθουσίασε το νεοϋορκέζικο κοινό, που στην πάντα κατάμεστη αίθουσα υποδέχεται ιδιαίτερα θερμά τους υψηλούς προσκεκλημένους από τη Βιέννη.