Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος

« Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι•
θέλει αρετήν και τόλμην
 η ελευθερία.»

Ανδρέας Κάλβος

Η σημερινή μας κατάσταση του «πνευματικού κόσμου» ακολουθεί δυστυχώς και χωρίς ουσιαστικές δυνατότητες να εκφύγει, την νεοελληνική κοινωνία. Απο τελείται στο μεγαλύτερο μέρος της απο ανθρώπους οι οποίοι όντας ατάλαντοι, αμόρφωτοι οι ίδιοι και αδαείς αναφορικά με το αντικείμενο τους, πλασάρονται ας μου επιτραπεί τούτη η έκφρασις η
μάλλον αγοραία, ως ειδήμονες, ως μονόφθαλμοι καθοδηγητές των τυφλών.

Η τέχνη και ιδιαιτέρως η ποίηση η οποία αποτελεί αναμεταξύ άλλων και δικό μου «χωράφι», συγκλονίζεται καθημερινώς απο την ατεχνία, έρμαιο ανίδεων, ασχημάτιστων «ποιητών» αλλά και ανθρώπων ποταπών οι οποίοι
εμπορεύονται το οτιδήποτε προκειμένου να έχουν ένα εύκολο κέρδος.
Στάση η οποία οχι μόνον τους προσφέρει ένα πρόσκαιρο και κοντόφθαλμο οικονομικό όφελος, αλλά το χειρότερο δηλητηριάζει καθημερινώς το κοινωνικό ασυνείδητο με οτι αθλιοδέστερο δύναται να γεννήσει
«ανθρώπινος» νούς. Ποίηση άνευ μεγάλων εθνικών ιδεών, ποίηση καταθλιπτική, μονομανιακή, αρρωστημένα «εσωτερική» σε μια εποχή βαθειά αντιηρωική με σκοπό την δημιουργία των λάθων προτύπων.

Τούτη η κατάσταση, απαντά πολλές φορές είς το ερώτημα το οποίον έχω θέσει είς εαυτόν πολλάκις, αναφορικά με το τι απέγιναν όλες εκείνες οι εμβληματικές φωνές του παρελθόντος κόσμου, οι οποίες  σήμερα βρίσκονται είς το περιθώριον  της λήθης. Και βρίσκονται εκεί ακριβώς διότι εάν κάποιος προσπαθήσει απο την μεριά του αναγνώστου να τις ανασύρει, τότε το μόνον σίγουρο είναι πως θα απορρίψει αυτοστιγμεί τις σημερινές αθλιότητες της «ποίησης»  οι  οποίες τολμούν να εκθέτονται ως «πνευματικόν έργο».

Επίσης, πέραν της  οιασδήποτε καλλιτεχνικής αξίας των έργων του παρελθόντος κόσμου, οτι ενώνει τον λαό οφείλει να καταπνιγεί ως«παλαιόν» άρα μη υπολογίσιμον μιάς και ο κόσμος προχωρά «εμπρός», έτσι ο Κώστης Παλαμάς, ο Διονύσιος Σολωμός και ο αποψινός μου «καλεσμένος απο το υπερπέραν» Ανδρέας Κάλβος, θα εθεωρούντο τουλάχιστο «περίεργοι», «φασίζοντες εθνικισταί»  εκ της σημερινής καταστάσεως τόσο μορφολογικά και απο την άποψη του στίχου, όσο και θεματολογικά με τις αναφορές τους σε πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια, ένα τρίπτυχο
βασικότατον το οποίο στηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, το οποίο κατέστη την  σήμερον  παρωχημένον και «αναχρονιστικόν».

Ανδρέας Κάλβος λοιπόν. Γεννιέται τον Απρίλιο του 1792 είς την «νήσον των ποιητών», την λατρεμένη και προσφιλήν μου Ζάκυνθόν  και είναι σύγχρονος του έτερου εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Μητέρα του η Ανδριανή Ρουκάνη και πατέρα τους ο Ιωάννης Κάλβος. Στα 1802, ο πατέρας του εγκαταλείποντας την μητέρα του, παίρνει τα δύο του παιδιά και εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Εκεί ο μικρός Ανδρέας έχει όλες τις ευκαιρίες να μορφωθεί με βάση τα δέοντα της εποχής, ήτοι την επαφή του με τα ιταλικά γράμματα αλλά και τους κλασσικούς, κάτι που γίνεται
πολύ εύκολα ως φυσικόν επόμενο, λόγω της φιλομαθούς φύσης του ποιητή Στο Λιβόρνο συγγράφει ο Κάλβος και το πρώτο του έργο τον «Ύμνο είς τον Ναπολέοντα», έργο το οποίον απορρίπτει αργότερα και εξ αυτής της
αποκύρηξης  μας είναι σήμερα γνωστό μιάς και δεν εσώθει το ίδιο.  Στο 1812 το γεγονός του θανάτου του πατέρα του, έρχεται να ολοκληρώσει την οικογενειακή τραγωδία η οποία έχει συμβεί λίγα χρόνια πριν με την διάλυση επί της ουσίας της οικογένειας του και έτσι αναγκαστικώς,  το φάντασμα της επιβίωσης και της φτώχειας αρχίζει να κατατρέχει τον
ποιητή.

Εκεί, σε αυτό ακριβώς το σημείο  της ζωής του, η μοίρα θα προστρέξει παραστάτης του και θα φέρει δίπλα του τον Ugo Foscolo, έναν σημαντικό άνθρωπο των γραμμάτων της εποχής του Κάλβου, ο οποίος θα μυήσει τον Κάλβο στον νεοκλασσικισμό, τους αρχαίους κλασσικούς, καθώς και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Τούτη η συνάντησις της μοίρας θα ανάψει την φλόγα ενδεχομένως της φιλοπατρίας στην ψυχή του και θα τον ωθήσει να αρχίσει να συγγράφει κείμενα και στα Ελληνικά αν και έχει ήδη αρχίσει την πνευματική του παραγωγή είς την Ιταλικήν με τις τραγωδίες
«Θηραμένης», «Δαναίδες», «Ιππίας», καθώς και το έργο «Ωδή είς τας Ιονίους» στα 1814.

Στα 1816 μαζί με τον δάσκαλο του καταφεύγουν στην Αγγλία αλλά λίγο αργότερα εκεί στα 1817, επέρχεται η ρήξη με τον Foscolo και έτσι ο Κάλβος ακολουθεί αυτόνομη πνευματική πορεία εξασφαλίζοντας τα προς το ζείς διαμέσω της παράδοσης μαθημάτων  Ιταλικών κατά βάσιν  και Ελληνικών σε μικρότερο βαθμό. Στα 1819 προσχωρεί στο Αγγλικανικό δόγμα και νυμφεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία δυστυχέστατα πεθαίνει μόλις
έναν χρόνο αργότερα.

Τον Σεπτέμβρη του 1820, θα μεταβεί εκ νέου στην Ιταλία και ιδιαίτερα στην Φλωρεντία με προηγούμενη μια μικρή στάση στο Παρίσι, εμπλέκεται με το κίνημα των καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται για να καταφύγει τελικώς στην Γενεύη τον Απρίλιο του 1821, όπου έρχεται σε άμεση επαφή με το φιλελληνικό κίνημα. Συνεχίζει να εργάζεται αόκνως ως καθηγητής ξένων γλωσσών εκδίδοντας παράλληλα στα 1824  το έργο το «Λύρα» απο τελούμενη απο δέκα ωδές.

Έργο το οποίον όντας γραμμένο είς την Ελληνικήν επνευσμένο απο την επανάσταση, θα μεταφραστεί στα Γαλλικά όπου θα τύχει ίσως και λόγω της θεματολογίας του πέραν της όποιας καλλιτεχνικής του αξίας ευνοικότατης υποδοχής. Αργότερα είς τα 1825 θα συνεχίσει την συγγραφή ακόμη δέκα ωδών με τα «Λυρικά» του.

Στα 1826 κατέρχεται στην Ελλάδα προκειμένου να πολεμήσει για την ελευθερία της πατρίδος, μα απογοητεύεται σύντομα απο την πραγματικότητα και τις διάφορες καταστάσεις που επικρατούν στο Ελληνικό στρατόπεδο, την διχόνοια και τα τοιαύτα και έπειτα απο μικρή παραμονή καταλήγει στην Κέρκυρα όπου διορίζεται καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας.

Ακολουθούν και άλλοι σταθμοί στην ακαδημαική του σταδιοδρομία, όπως είς τα 1841 ο διορισμός του ως διευθυντή του Γυμνασίου της Κέρκυρας ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε τοπικές  εφημερίδες . Στα 1852 εγκαταλείπει εκ νέου την Ελλάδα και εγκαθίσταται και πάλι στην Αγγλία όπου και νυμφεύεται την Charlotte Wadams. Πεθαίνει πλήρης ημερών στι 3 Νοεμβρίου του 1869. Είς τα 1860 πραγματοποιείται η μετακομιδή των οστών του απο την Αγγλία, είς την γενέτειρα του Ζάκυνθο.

Ο Κάλβος «ανακαλύπτεται» και παρουσιάζεται είς το ευρύ κοινό  εκ νέου απο τον Κωστή Παλαμά,ο οποίος τον ανασύρει απο την λήθη του παρελθόντος, λήθη η οποία προέρχεται και λόγω της γλώσσας του η οποία
είναι αρχαίζουσα και οχι η δημοτική τουλάχιστον αναφορικά με το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ενώ σήμερα παραμένει άγνωστος δια τους πολλούς  ίσως και τεχνηέντως λησμονημένος δια τους  λίγους, μιάς και ομιλεί μιά γλώσσα απο καιρό λησμονημένη κάτι  που δρα αποτρεπτικά ίσως αναφορικά με το μήνυμα της ποίησης του προς τον λαό, μιας ποίησης ομως η οποία παραμένει εμβληματική.

Παρά ταύτα, το έργο του φτάνει στιγμές το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ανέτως  έργο «εθνικού ποιητού», έστω και λησμονημένου εκ των συνθηκών.