από την Άρια Σωκράτους.
Το μυθιστόρημα «Πάλι χώρισα» της συγγραφέως Κατερίνας Πλουμιδάκη είναι μια διατριβή πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τη γυναικεία ψυχολογία δοσμένη με ένα τρόπο ανάλαφρο και χιουμοριστικό. Οι πιο ιδιοφυείς αλήθειες άλλωστε έχουν ασπίδα τους το χιούμορ.
Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο έργο, του οποίου οι ενότητες αναδιπλώνονται παράλληλα και είναι αλληλένδετες μεταξύ τους. Πάνω στη ράγα της αφήγησης εκτυλίσσονται τρεις διαφορετικές ιστορίες με ένα κοινό παρονομαστή: την ατέρμονη αναζήτηση του ανθρώπου για συναισθηματική πληρότητα.
Η Άννα, η πρωταγωνίστρια είναι μια σύγχρονη κοπέλα, η οποία συγκεντρώνει όλα εκείνα τα προτερήματα που θα λαχταρούσε κάθε γυναίκα. Είναι όμορφη, έξυπνη, καλλιεργημένη, με εντυπωσιακό οικονομικό υπόβαθρο, ένα επάγγελμα με δυνατότητες ανέλιξης και μια πολύ πλούσια κοινωνική ζωή. Όμως ένα αλλά ταλανίζει τη ζωή και τη σκέψη της.
Η ίδια αδυνατεί να διακρίνει τα χαρίσματα της με αποτέλεσμα να τσαλακώνει όλες τις αρετές της και να τις επισκιάζει με την υπέρμετρη ανασφάλειά της. Μια ανασφάλεια η οποία σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται εγκληματική για την έκβαση του αισθηματικού τομέα της ζωής της.
Τα προτερήματα της από όπλα μετατρέπονται σε μπούμεραγκ και την καταδιώκουν ανηλεώς.
Η Άννα θα μπορούσε να είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας, μια σύγχρονη Ελληνίδα με τις ανασφάλειές της, τις πολλές φορές αψυχολόγητες αντιδράσεις της αλλά και με μια θεαματική ικανότητα να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές με ένα αξιοθαύμαστο ρεαλισμό και ένα πηγαίο χιούμορ.
«Λένε πως όταν κλείνει μια πόρτα ευτυχίας ανοίγει μια άλλη. Συχνά όμως κοιτάζουμε τόσο πολύ την κλειστή πόρτα που δεν βλέπουμε την άλλη που μας ανοίχτηκε.»
Η Άννα, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Περιμένει με ιώβεια υπομονή πίσω από την κλειστή πόρτα μήπως και κατά τύχη ανοίξει, χάνοντας με αυτό τον τρόπο το πέρασμα της σε εκείνη που είναι ήδη ανοιχτή.
Πολλές φορές θυμάται το παρελθόν. Τους άντρες που τους αγάπησε και την πλήγωσαν, τους άντρες που την αγάπησαν και τους άφησε. Συμβιβάζεται όσο μπορεί με τη μοναξιά της για να πάψει να πονάει μέχρι την επόμενη φορά που θα ερωτευτεί ξανά και το κενό που αισθάνεται θα γεμίσει. Όταν γνωρίζει τον Κωνσταντίνο, έχει την αίσθηση ότι η ζωή επιτέλους της χαμογελά.
Είναι όμως ο Κωνσταντίνος αυτός που θα την βγάλει τελικά από τον συναισθηματικό λαβύρινθο στον οποίο στροβιλίζεται ανελέητα ή είναι τελικά η ίδια μόνο όψη του ίδιου νομίσματος; Μήπως τελικά το μυαλό της έπλαθε αυτό που αναζητούσε και σκίαζε τη ζοφερή πραγματικότητα; Μήπως ο αγέρωχος πρίγκιπας της ήταν τελικά ένας καχεκτικός βάτραχος
Στον αντίποδα της βασικής ηρωίδας, βρίσκεται η ψυχολόγος φίλη της Μαρία, η οποία αντιπροσωπεύει τη φωνή της κοινής λογικής, η οποία όμως αποδεικνύεται πως τελικά δεν είναι και τόσο κοινή όπως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται στη συνέχεια του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα περιγράφει αναλυτικά όλες τις εσωτερικές διεργασίες και ψυχολογικές διακυμάνσεις της πρωταγωνίστριας απέναντι στις δυσκολίες των ερωτικών σχέσεων. Γιατί ενώ η ίδια δίνεται σε μια σχέση ολοκληρωτικά δεν έχει την ανάλογη ανταπόκριση; Γιατί ενώ συμπεριφέρεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προσφέροντας τα πάντα στον σύντροφό της θεωρώντας πως κάνει τα πάντα σωστά, τελικά όλα στρέφονται εναντίον της με τον πιο λανθασμένο τρόπο;
Ο έρωτας διασχίζει τείχη, βουνά και θάλασσες. Προσπερνάει κάθε εμπόδιο που συναντάει στο διάβα του. Καμιά φορά όμως τον παρασέρνει η ορμή του και γκρεμίζει ακόμα κι αυτά που αγωνίζεται να κατακτήσει. Η ροή του είναι χειμαρρώδης, ορμητική, διεκδικητική, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς.
Η διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι είναι δυσδιάκριτη αλλά καθοριστική.
Στον ενδιάμεσο χώρο βρίσκεται η μαγεία. Η μαγεία των ανθρώπων, του έρωτα, της μυσταγωγίας της ένωσης τους σε ένα ατέρμονο χορό αισθήσεων, όπου το παρόν γίνεται μέλλον και το παρελθόν μετατρέπεται σε παρόν.
Μια υπερφυσική δύναμη καθοδηγεί τη μαγεία και την ανυψώνει σε ψυχική έκσταση. Όμως όταν η αρχή γίνεται το τέλος και το τέλος η αρχή, όλα ανατρέπονται. Πολλές φορές οι άνθρωποι που δεν μπορούν να χειριστούν αυτό το αχαλίνωτο, ορμητικό συναίσθημα αυτοκαταστρέφονται εκούσια. Πολλές φορές κι ακούσια. Το σκοτάδι υπερκαλύπτει το φως και το καμπανάκι κινδύνου χτυπάει ανησυχητικά μέσα στα αυτιά τους. Όμως δεν είναι σε θέση να το ακούσουν. Ίσως και να μην θέλουν. Όπως ακριβώς και η Άννα.
Ανασύρει συνεχώς από το μυαλό της την ανάμνηση μιας μακρινής ευτυχίας που μοιάζει πλέον με εικονική, εμπλουτισμένη και διανθισμένη με γεγονότα που δεν εκτυλίχθηκαν ποτέ στην πραγματική της ζωή. Ανάμνηση ή επινόηση; Πραγματικότητα ή φαντασίωση; Τα όρια είναι τόσο λεπτά και δυσδιάκριτα που η κάθε έννοια χάνει την πραγματική της σημασία.
Ο Προυστ υποστηρίζει πως η απεραντοσύνη του έρωτα ή η εγωπάθεια του μας κάνει να ερωτευόμαστε ανθρώπους που τα πνευματικά και ηθικά χαρακτηριστικά τους δεν είναι για μας αντικειμενικά καθορισμένα και αυτά δεν παύουμε να τα εξωραίζουμε σύμφωνα με τις επιθυμίες και τους φόβους μας.
Η Άννα εξωραίζει τους έρωτες της και τους τοποθετεί σε βάθρο. Ένα βάθρο σαθρό που κλυδωνίζεται κάθε φορά που εκείνη απογοητεύεται.
Οι χαρακτήρες της Πλουμιδάκη είναι ζωντανοί, έντονοι, σκεπτόμενοι και πολυδιάστατοι. Αγαπούν, ζητούν, διεκδικούν και στο τέλος μαθαίνουν να κατακτούν.
Η διάνθιση των διαλόγων με φιλοσοφικά σχόλια εμπλουτίζει το κείμενο αισθητικά και νοηματικά.
Το «Πάλι χώρισα» είναι μια εξαιρετική χαρτογράφηση και μια ακριβής διείσδυση στον πολύπλοκο ψυχισμό του εσωτερικού κόσμου της γυναίκας.