Η οικογένειά μου, ποτέ δεν ήταν η χάπυ μπρέκφαστ φάμιλυ. Ποτέ δεν τρώγαμε όλοι μαζί πρωινό κεφάτοι και με χαμόγελο, και να λέμε ότι μας έλειπε μόνο ο σκύλος.

Θυμάμαι τους δυο γονείς μου από πάνω μου κάθε πρωί, ο ένας να μου χαιδεύει τα μαλλιά που εκείνη προσπαθούσε να τα στριμώξει σε μια παχιά κοτσίδα, ενώ με φιλούσε στην κορυφή του κεφαλιού μου. Προσπαθούσαν να με κάνουν να ανεχτώ τα κοριστίστικα κοκκαλάκια και τις στέκες που εγώ πετούσα επιδεικτικά κάτω, σούφρωνα χειλάκια και σταύρωνα τα χέρια μου κουνώντας το αριστερό μου πόδι…

Με την τρίτη φορά, το καταλαβαν κι οι δυό τους, και με άφηναν μόνο με μια λευκή κορδέλα και τα μαλλιά μου λυτά όταν δεν είχα γυμναστική.

Την βρήκα σήμερα αυτή τη λευκή κορδέλα, που φορούσα την πρώτη μέρα στο δημοτικό. Βλέπετε, την επανάστασή μου από τα κοκκαλάκια την έκανα στο τέλος του νηπιαγωγείου.

Η Κα Μαίρη μπορεί να γκρίνιαζε που δεν έβλεπε το κοριτσάκι της με φιογκάκια στα μαλλιά του, αλλά χαιρόταν που έκανα αυτό που ήθελα, που κατάφερνα παρά την ηλικία μου να κάνω το δικό μου, αφού δεν έβλαπτα κανένα, ούτε εμενα, βέβαια.

Ο μπαμπάς μου καμάρωνε για την κόρη του την τσαούσα,  όπως κάθε μπαμπάς, θέλω να πιστεύω.

Την πρώτη μέρα στο Δημοτικό, την θυμάμαι. Έσπρωχνα τους γονείς μου να φύγουν για να μπω μέσα. Αλλά η Κα Μαίρη δεν μάσησε, και με πήγε στην τάξη, αφού πρώτα ξεψάχνισε την έρμη την Κα Λίντα, την δασκάλα μου για τα επόμενα 4 χρόνια.

Δεν ήξερα κανένα παιδάκι, κι όλα ηταν παρέες παρέες, γιατί ήταν μαζι από το νηπιαγωγείο, ενώ εγω πήγαινα σε άλλο.

Βρήκα ένα κοριτσάκι, καστανόξανθο, με φωτεινά μελί μάτια, που καθόταν μόνο του, στο δεύτερο θρανίο, στη μεσαία από τις τρεις σειρές, μπροστά στην έδρα. Μάζεψα όλο το θάρρος μου, και πήγα κι έκατσα μαζί της. «Γειά σου» της είπα, «Hello» μου απάντησε. Και χαμογελάσαμε. Είχα τον νού μου σε εκείνη, και στο προαύλιο, και στο μάθημα. Όποτε αφαιρούταν την σκούνταγα, κι εκείνη, γυρνούσε και με κοιτούσε.

Και της έδειχνα που είχαμε μείνει στην ανάγνωση, και της έδειχνα ορθογραφία…

Κι ήρθε η ωρα των Αγγλικών στα σχολεία. Και δεν ήξερα ούτε γράμμα.

Κι ήρθε η σειρά της να με βοηθήσει, απαλά και ήρεμα, χωρίς να το ζητήσω και χωρίς να με προσβάλλει.

Αυτό το κορίτσι, η Ελισάβετ, είχε ένα στόχο από μικρή. Να φύγει.

Και τα κατάφερε. Στα 17 της, σχεδίασε και κατάφερε να καταταγεί στον Αγγλικό στρατό.

Πολέμησε σε μάχες που τις βλέπουμε σε ταινίες και στρεφουμε αλλού το βλέμμα.

Κάθε φορά που έβλεπα ειδήσεις, η καρδιά μου σταματούσε. Τι να κανα; Να έστελνα στην μαμά της και να την τρόμαζα περισσότερο; Στην αδελφή της, που την ξερω από τοτε που περπάτησε σχεδόν για να μη μπορεί να δουλέψει; Στην ίδια να της πω να προσέχει;

Πόσο ανόητο θα της ακουγόταν το «να προσέχεις» όταν εκείνη πρόσεχε άλλους εκεί που ήταν! Θα ήταν σαν να της υποδεικνύω τί να κάνει. Και ποια ήμουν εγω που θα το έκανε αυτό; Ένα μικρό και πεισματάρικο κοριτσάκι που έκανα την επανάστασή μου στα φιογκάκια…

Απλά κατάπινα σιωπηλά την ανησυχία μου, και το παιζα άνετη όταν μιλούσαμε στο fb. Οσο μπορούσα δηλαδή.  

Αλλά όταν ερχόταν και την έβλεπα γερή, και την έπιανα, και την άκουγα να γελάει, την εσφιγγα τόσο πολύ στην αγκαλιά μου που θα την έσκαγα.

Προσπαθούσα και προσπαθώ να μην την ρωτάω για εκείνα που είδε και που ίσως να έκανε εκεί κάτω. Κι εκείνη προσπαθεί να μαθαίνει για τη ζωή μου, και αυτά που κατάφερα και προσπαθώ να καταφέρω εδώ.

Θέλω να την ευχαριστήσω που με έκανε να σταματήσω να ανησυχώ τόσο.

Θέλω να της πώ πως την αγαπάω πολύ.

Και πως το πρώτο ευχάριστο που θα μου συμβεί, θα είναι από τους πρώτους στην οικογένεια που θα το μάθει. Γιατί αυτό είναι η Ελισάβετ. Οικογένεια.

Το κοινό μας σημείο; μα είναι απλό! Καμμιά μας δεν ανέχτηκε κοκκαλάκια στα μαλλιά της, και μεγαλώνοντας, το δείξαμε με διαφορετικό τρόπο…