Της Δρ Δήμητρας Καμαρινού.
Για πολλά χρόνια, όταν άκουγα το στίχο «λαλούδι της Μονεμβασιάς», νόμιζα πως η λέξη λαλούδι ήταν το λουλούδι παραποιημένο. Υστερα έμαθα πως λαλούδι σημαίνει βράχος. Η αρχαιοελληνική λέξη λᾶας, στην αττική διάλεκτο λᾶς, σημαίνει λίθος, πέτρα. Από αυτήν προέρχεται το λατομείο (λᾶας +τέμνω). Ορισμένοι μάλιστα μελετητές αναγνωρίζουν αυτήν τη ρίζα μέσα στη λέξη Ελλάς -για την ακριβή ετυμολογία της οποίας έχουν προταθεί πολλές διαφορετικές απόψεις- και στη λέξη Λακωνία. Καθόλου άδικα μια και η Λακωνία είναι τόπος που τον χαρακτηρίζει η ύπαρξη και η δύναμη της πέτρας. Αλλωστε, στα μανιάτικα διατηρήθηκε η λέξη λαλούδα, που σημαίνει τις μεγάλες πέτρες. Μάλιστα και σήμερα παραλία στην ανατολική Μάνη φέρει αυτό το όνομα.
Λαλούδι της Μονεμβασιάς
Η φράση «λαλούδι της Μονεμβασιάς» αναφέρεται στο βράχο της Μονεμβασιάς που μοναχικός και σε μικρή απόσταση από τη στεριά υψώνεται μέσα από τη θάλασσα. Εκεί διάλεξαν οι βυζαντινοί να κτίσουν μια σημαντική οχυρή πολιτεία τους, λιμάνι στο Αιγαίο και στους θαλάσσιους δρόμους από και προς την Ανατολή. Την έκλεισαν μάλιστα μέσα σε τρεις επάλληλες σειρές τειχών. Η ίδια η λέξη Μονεμβασιά δίνει το χαρακτήρα της, η μόνη έμβαση, η πόλη, που μόνο από μία μεριά είναι προσβάσιμη, τότε και σήμερα, με μια γέφυρα που τη συνδέει με τη στεριά.
Τα αγριολούλουδα του βράχου
Λαλούδι λοιπόν και όχι λουλούδι, αν και ο βράχος φημίζεται για τη χλωρίδα του, την πλούσια σε ενδημικά φυτά, σε βότανα και αγριολούλουδα. Ντόπιοι φυσιοδίφες τα έχουν μελετήσει και καλλιτέχνες δημιουργούν χρωματικές συνθέσεις, πίνακες ολόκληρους με τα πέταλα και τους μίσχους των λουλουδιών. Αρωματικά βότανα τις περισσότερες μέρες του χρόνου ζαλίζουν με το άρωμά τους τον επισκέπτη που ανεβαίνει το βράχο.
Σανός και φρεσκοζυμωμένα ζυμαρικά
Η γαστρονομία ιδιαίτερη, με συνταγές που κρατάνε από παλιά και φέρουν μνήμες των κατακτητών. Στον άνυδρο τόπο οι νοικοκυραίοι συνέλεγαν τα άγρια χόρτα το χειμώνα, τα κρέμαγαν σε αρμαθιά για να ξεραθούν και τα κατανάλωναν το καλοκαίρι, που εξαιτίας της έλλειψης άφθονου νερού τα λαχανικά σπάνιζαν. Τα αποξηραμένα αυτά χόρτα, που έχουν διατηρήσει εξαιρετική νοστιμιά, βράζονται στο νερό και σερβίρονται όπως τα άγρια χόρτα. Λέγονται σανός. Η λέξη είναι σλάβικη και σημαίνει τα ξερά χορτάρια.
Παραδίδεται η διήγηση της ξενοτοπίτισσας νύφης, της πολύφερνης, που πρωτοπήγε αρραβωνιασμένη σε εκείνα τα μέρη, στα πεθερικά και σοκαρίστηκε, όταν το βράδυ άκουσε την πεθερά να απαντάει στον γιο ότι θα τους μαγειρέψει σανό. Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας έτσι ονομάζεται η τροφή των ζώων. Σε αυτά τα μέρη τα χόρτα φρέσκα ή σανό τα μαγείρευαν και με άλλους τρόπους. Τα τύλιγαν σε φύλλα, όπως θα τυλίγαμε μια φέτα ψωμί σε μια χαρτοπετσέτα και τα έψηναν: τα σαϊτια. Η λέξη θυμίζει τη σαΐτα, το βέλος.
Πράγματι προέρχεται από τη λατινική λέξη sagitta και τη μεσαιωνική ελληνική σαγίτα, θυμίζοντάς μας τη Φραγκοκρατία στα χρόνια του Βυζαντίου. Η σαγίτα αναφέρεται σε αυτό που εισχωρεί μέσα σε κάτι άλλο μεγαλύτερο, όπως τα χόρτα μέσα στο φύλλο που τα περιβάλλει. Βέβαια η γαστρονομία της περιοχής δεν περιορίζεται στα χόρτα, μια και τα εστιατόρια της περιοχής προσφέρουν γευστικές απολαύσεις βασισμένες στην παραδοσιακή κουζίνα και σε προϊόντα ντόπιας παραγωγής. Τα παϊδάκια μοσχοβολάνε από την αυτοφυή ρίγανη, το ψάρι είναι άφθονο, οι τυρόπιτες περιχύνονται με θυμαρίσιο μέλι και τα ντόπια ζυμαρικά, οι γκόγκες, φρεσκοζυμωμένα και πασπαλισμένα με τοπικό κατσικίσιο τυρί.
Ενα ποτήρι μαλβαζία οίνου στην πανσέληνο
Η πόλη είναι έτσι προσανατολισμένη, ώστε στο ποτήρι κρασί στη λίθινη βεράντα φαίνεται να κυλάνε η θάλασσα και οι ανταύγειες του φεγγαριού. Στα χρόνια του Βυζαντίου και της Φραγκοκρατίας καλλιεργούσαν εντατικά μια ποικιλία που παρήγαγε φημισμένο κρασί, τον μαλβαζία οίνο, malvasia, τον οποίο εξήγαγαν στις χώρες της δυτικής Μεσογείου. Οινολόγοι της περιοχής αναζητώντας την ποικιλία που παρήγαγε αυτό το περιζήτητο κρασί πειραματίζονται σε γηγενείς οινοποιητικές ποικιλίες, κάποιες από τις οποίες συμμετείχαν στην παρασκευή του.
Οινοπαραγωγοί έχουν δημιουργήσει εξαιρετικές ετικέτες από τοπικές ποικιλίες, όπως ο ερυθρός ημίγλυκος ανθοσμίας και ο λευκός οίνος κυδωνίτσα, που τα ονόματά τους αναφέρονται στο έντονο άρωμά τους. Μετά από δεκαετίες πειραματισμών το 2010, στις 23 Ιουλίου, ημέρα επετείου της απελευθέρωσης της Μονεμβασιάς, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η απόφαση που αναγνωρίζει τους οίνους Μονεμβασία-Malvazia ως οίνους Προστατευόμενης Ονομασίας Προελεύσεως.
Εκκλησία τριών θρησκειών
Οι Οθωμανοί και οι Σαρακηνοί πειρατές διεκδικούσαν άλλοτε από τους Φράγκους και άλλοτε από τους Βυζαντινούς το βράχο της Μονεμβασιάς, με αποτέλεσμα στις εκκλησιές της να συνυπάρχουν στοιχεία της ορθόδοξης, της καθολικής χριστιανικής λατρείας και της μωαμεθανικής θρησκείας. Πρόσφατα ανακαινίστηκε η Ανω Πόλη της Μονεμβασιάς και η Μητρόπολη, η εκκλησία της Αγίας Σοφίας (αναφορά στην Αγια-Σοφιά της Πόλης), μία χαρακτηριστική βασιλική μετά τρούλου, με φράγκικες οξυκόρυφες αψίδες και το οθωμανικό μιχράμπ στο νότιο τοίχο.
Μυστράς, Γεράκι και Μονεμβασιά
Αν η Οία της Σαντορίνης, το αντίστοιχο της Μονεμβασιάς στο Αιγαίο, αναδύει αιγαιοπελαγίτικη φρεσκάδα, η Μονεμβασιά αποπνέει βυζαντινή αρχοντιά. Ο Μυστράς, το Γεράκι και η Μονεμβασιά ήταν οι τρεις καστροπολιτείες που ανθούσαν μέχρι την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και από όπου καταγόταν η οικογένεια των Παλαιολόγων. Είναι ευτυχής συγκυρία ότι εδώ και δεκαετίες η αρχαιολογική υπηρεσία αποφάσισε να αναστηλώσει την ιστορική πολιτεία και να επιβάλλει αυστηρούς όρους στην αρχιτεκτονική δόμηση, ώστε σήμερα ολόκληρη η καστροπολιτεία διατηρεί τη βυζαντινή αρχιτεκτονική στα επιχρίσματα και τα χρώματα της τοιχοποιίας, στις βυζαντινού τύπου κεραμοσκεπές, στα μαρματοθετημένα πατώματα, στις χαρακτηριστικές θύρες, στα αψιδωτά καλντερίμια.
Μια καστροπολιτεία σα θεατρικό σκηνικό
Μια αναστηλωμένη βυζαντινή πολιτεία τόσο πιστά, ώστε έχει κανείς την αίσθηση πως περπατάει μέσα σε ένα ιδανικό θεατρικό σκηνικό για ταινία εποχής ή μέσα σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Τα ξενοδοχεία, τα καταλύματα, τα μπαράκια, τα εστιατόρια αξιοποιώντας ιστορικά κτίρια της Μονεμβασιάς είναι υψηλής αισθητικής. Σε όλη την ανακαινισμένη πολιτεία δεν υπάρχουν πλαστικά λούκια, οι υδρορροές είναι κτιστές και οι ηλιακοί θερμοσίφωνες απαγορεύονται. Τίποτε δε θα ενοχλήσει την αισθητική του επισκέπτη.
Σαν να αναδύεται από τη θάλασσα
Το σύνολο φυσικού τοπίου και αρχιτεκτονικής της προσδίδουν μοναδικότητά στην Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα είναι πως η Μονεμβασιά έχει τουρισμό και ζωή και τις 52 εβδομάδες του χρόνου. Αποτελεί ένα παράδειγμα πολιτείας που αξιοποιώντας με πιστότητα την ιστορική κληρονομιά της προσφέρεται για αρχαιολογικό, θρησκευτικό, βοτανικό, γαστρονομικό, οινικό τουρισμό. Κι όλα αυτά πριν ξεκινήσει ο επισκέπτης για τις παραλίες του Λακωνικού κόλπου και του Μυρτώου πελάγους και τα γραφικότατα χωριά του Ζάρακα.
Η Δρ. Δήμητρα Καμαρινού είναι αρχαιολόγος – φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια Wurzburg και Bochum της Γερμανίας και μεταδιδακτορικό στη Βρετανική Σχολή Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής. Εχει πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο και έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.