από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Για τον Σαίξπηρ, όταν ο ήλιος δύει, οι άνθρωποι κλείνουν με πάταγο και αναλγησία τις πόρτες τους.

Δεν τους αφορά η ορφάνια του ουρανού που μένει πίσω, δεν σπαταλούν ούτε ένα βλέμμα κατανόησης και παρηγοριάς πάνω του.

Το ίδιο αδιαφορούν γι’ αυτόν που τον έχουν για νεκρό, ακόμα κι αν παρουσιαστεί μπροστά τους ρακένδυτος, μα πιο ζωντανός από ποτέ, για να ανακτήσει τον πρότερο εαυτό του και μαζί να διεκδικήσει όσα τον απαρτίζουν. Πολλά δυστυχήματα μπορούν να συμβούν στη ζωή κάποιου, όπως η απώλεια της υγείας, της περιουσίας και των οικείων του, όμως η στέρηση της υπόληψής του είναι το πιο οδυνηρό.

Αυτομάτως, το καθετί μοιάζει με φάρσα που πρέπει να την υπομείνει επ’ άπειρον, κι οι πιο μεγάλες αδικίες, αυτές που συνήθως γίνονται στο όνομα του Νόμου, με διαδοχικά φιλοδωρήματα εκχυδαϊσμού της αξιοπρέπειας.

Και δη, της αμιγώς αριστοτελικής αξιοπρέπειας που ισούται με την ευγενική και διακριτική περηφάνια του ανθρώπου.

Ο πιστός υπηρέτης της Θέμιδος, Ντερβίλ, που εργάζεται πάντα αργά τη νύχτα πάνω στις σημαντικότερες υποθέσεις του, δέχεται λίγο μετά τη μία τα μεσάνυχτα την απρόσμενη επίσκεψη ενός ταλαιπωρημένου γέροντα, στο πρόσωπο του οποίου διακρίνεται μια σπαρακτικά βουβή κι αβάσταχτη θλίψη, επιγέννημα της διαρκούς αμφισβήτησης και της γενικότερης περιαγωγής του από προηγούμενους νομικούς που δεν θέλησαν να δώσουν λύση στο πρόβλημά του.

Κι αυτό γιατί ο λιπόσαρκος άντρας με τη νεκρική όψη και τις παράταιρες ενδυματολογικές επιλογές, συστήνεται με το όνομά του. Είναι ο Συνταγματάρχης Σαμπέρ. Μόνο που για ‘κείνον, ο κόσμος γνωρίζει πως έχει χάσει τη ζωή του στη μάχη του Εϊλό, όπου συνέβαλε τα μέγιστα διοικώντας ένα σύνταγμα Ιππικού.

Στη Γαλλία της Παλινόρθωσης, ύστερα από μια περιπέτεια δέκα ετών, ο συνταγματάρχης θα πρέπει να δώσει σκληρό αγώνα προς επίρρωση της ταυτότητάς του. Θα πρέπει να ξαναγεννηθεί από την αρχή και να διεκδικήσει την περιουσία του, την οποία κατασπαταλά η νεαρή σύζυγός του που έχει ήδη ξαναπαντρευτεί με τον κόμη Φερό χαρίζοντάς του και απογόνους. Παρά τη σύγχυσή του και τους αρχικούς εύλογους δισταγμούς του για την εγκυρότητα των λεγομένων του Υάκινθου Σαμπέρ, ο δικηγόρος αποφασίζει να τον βοηθήσει, κι ας αποτελεί ταυτόχρονα νομικό εκπρόσωπο της κόμισσας.

Ο δρόμος προς τη δικαίωση είναι πάντα ανηφορικός όμως δικαίωμα δεν είναι κάτι που σου δίνουν, αλλά αυτό που δε δύνανται να σου αφαιρέσουν.

Ο Ντερβίλ που τόσα έχει δει, και προτιμά να είναι απλώς τίμιος, αν δε μπορεί να είναι ο τίμιος δικηγόρος που οφείλει, θα στηρίξει με όλες του τις δυνάμεις το συνταγματάρχη, ο οποίος αναγκαστικά διάγει βίο ζητιάνου.

Θα ακολουθήσει προσεκτικά το μίτο της Αριάδνης σε τούτη την παράξενη υπόθεση κι ο πελάτης του θα βρει την έξοδο στο λαβύρινθο της ύπαρξής του, τη λύση στο κώλυμά του, εντέλει το δίκιο του.

Το θέμα είναι πως δεν θα επιθυμεί τίποτε από όλα αυτά. Ο Υάκινθος Σαμπέρ που μπορεί με κάθε νομιμότητα να γίνει ο χειρότερος εφιάλτης για την τυχοδιώκτρια σύζυγό του, να την τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί και να διεκδικήσει ό,τι του στερεί, δεν πρόκειται να πειράξει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της. Του φτάνει η νοσηρή διαπίστωση πως οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πολύ φτηνοί όταν ακριβαίνουν τα συμφέροντά τους. Του αρκεί το γεγονός πως σε αντίθεση με τους πλούσιους και τους σημαντικούς, αυτός, ένας φτωχός που όλοι προτιμούν νεκρό σε μια μάχη, όπου βαφτίστηκε ήρωας, μπορεί και τους περιφρονεί, καθώς τα έχασε όλα, μα κράτησε άθικτα την περηφάνια και το αυτοσυναίσθημά του.

Ο συνταγματάρχης Σαμπέρ, αυτός ο διαχρονικός walking dead της κλασικής Λογοτεχνίας, θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε γηροκομείο, και όχι στο μέγαρο που του αρμόζει. Θα αποτινάξει τα στρατιωτικά γαλόνια από πάνω του. Στην τελευταία πράξη του συνταρακτικού διηγήματος, θα είναι απλώς ο Υάκινθος, ο αριθμός 164, ο έβδομος θάλαμος. Κι ο Σαμπέρ θα είναι κάποιος που πολέμησε για την πατρίδα και έχασε την υπόληψή του. Αυτός που άφησε σύζυγο πίσω, κι επιστρέφοντας βρήκε στη θέση της μια δολοπλόκα που δεν αγάπησε τίποτε παρά την τεράστια περιουσία του και στήνοντάς του επάλληλες παγίδες, τον έφτασε ως εδώ. Όμως κατά βάθος ξέρει. Ξέρει πως την αληθινή ζωή μας τη ζούμε όταν είμαστε βυθισμένοι στα όνειρά μας ξύπνιοι.

Μέσα από την άρτια μεταφραστική προσέγγιση του συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη για τις εκδόσεις Έναστρον, ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ ή Ονορέ Μπαλσά παραδίδει άλλο ένα σημαντικό έργο του στους αναγνώστες, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μία φορά ότι ενώ θα μπορούσε να αποτελεί ένα απλό δημιούργημα της εποχής του, αυτός ανυψώνεται πέρα και πάνω από τις ιδέες του καιρού του, πιστεύοντας παθιασμένα στην τελειότητα και τη γοητευτική πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής, και συνεπώς της Λογοτεχνίας.

Δημιουργώντας ήρωες με τόσο ζήλο, απόλυτα αφοσιωμένος στα βαθύτερα αναγνωστικά «θέλω», αποδεικνύει πως οτιδήποτε βλέπεις μπορεί να γίνει παραμύθι και μπορεί να βγει μια ιστορία από οτιδήποτε αγγίξεις.

Ο Δημήτρης Στεφανάκης από την άλλη, μεταφράζοντας το κείμενο με λογοτεχνική ευλάβεια και διαφάνεια, μεταγγίζει αυθόρμητα στον αναγνώστη την πεποίθηση πως δε φτάνει να διαβαστεί το καλό βιβλίο, αλλά επιβάλλεται να ξαναδιαβαστεί, και πως σκοπός της μεταφραστικής ικανότητας δεν είναι απλώς η μεταφορά των ξένων αφηγήσεων στη μητρική του, αλλά η αποδελτίωση της φύσης σε σκέψη και μετά σε μορφή και γλωσσική υπόσταση.

Κοντολογίς, η εμβληματική μορφή πίσω από την «Ανθρώπινη Κωμωδία» ή αλλιώς ο δημιουργός 91 μυθιστορημάτων, 30 νουβέλων και 5 θεατρικών μέσα σε διάστημα 25 ετών που εργαζόταν επί 15 ώρες την ημέρα καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες καφέ για να διατηρεί τη διαύγειά του, ένας εκ των θεμελιωτών του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, ο άνθρωπος που δεν υπέγραφε τα έργα του μέχρι να αγγίξει την επιτυχία, γράφει ξεκάθαρα αυτό που πιστεύει και ζει αυτό που γράφει. Με μεγαλοφυΐα που πηγάζει από την καρδιά και όχι από την κεφαλή, επισφραγίζει το γεγονός πως η τέχνη που καλλιεργούμε και μας καλλιεργεί, είναι η πολυτέλεια του πνεύματος.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση κάθε μυθοπλαστικού επιτεύγματος του πλαστουργού των 2504 ηρώων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι πράγματι η Τέχνη είναι το μόνο καθαρό πράγμα στον κόσμο μετά την αγιότητα, κι αν υφίσταται κάπου ανηθικότητα, αυτή θα ήταν μονάχα η κακοτεχνία.

Ο Μπαλζάκ πώς να κινδυνεύει όμως; Αφού για πάντα θα αποτελεί το πλέον ευυπόληπτο και αθάνατο τέκνο της παγκόσμιας Λογοτεχνίας.