Από την Κέλλυ Βουράνη
Στην «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα» άκουσα για πρώτη φορά αυτό το «ρήμα» .
– Τι γλώσσα μιλάτε στο σπίτι σας κύριε Ιακωβίδη;
-Ρωμαίικα φυσικά.
– Με τουρκική προφορά όμως. [..]
– Ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν ρήμα κύριε Ιακωβίδη. Πρέπει να κάνετε κάτι για τονώσετε την εθνική συνείδηση του παιδιού.
Ο Πολίτης, Έλληνας κύριος Ιακωβίδης θυμάται νοσταλγικά τις ώρες που δίδασκε με αγάπη τους μαθητές του, την ελληνική επανάσταση του 1821. Και όμως αυτός ο άνθρωπος διωγμένος από την Κων/πολη, «διώκεται» ξανά και από τους ομοεθνείς του Ελλαδίτες. Για εκείνους η εφαρμογή συγκεκριμένων κοινωνικών και λεκτικών προτύπων θα βοηθήσει το μικρό Φάνη να γίνει Έλληνας..
Δεν είναι Έλληνας ο κύριος Ιακωβίδης, αλλά είναι Ελληνίδα η δασκάλα που με βλέμμα απογοήτευσης, αναφέρεται στην έλλειψη εθνικής συνείδησης του μαθητή της. Και το πρόβλημα επιτείνεται, όταν χρησιμοποιεί την πολίτικη διάλεκτο η οποία δε συμβαδίζει με την ομιλούμενη της εποχής του 1960. Η σωστή γλωσσική παιδεία επέβαλλε τότε τα ρωμαίικα, όπως η μητρόπολη Ελλάδα είχε καθιερώσει επίσημα. Η απαρέγκλιτη εφαρμογή γλωσσικών κανόνων λοιπόν, θα συμβάλλει στην καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος, στην απόκτηση εθνικής αυτογνωσίας.
Μόνο που η κλίση των ουσιαστικών και η αποστήθιση της κατάληξης των ρημάτων δεν είναι αρκετές, για να βαπτιστούμε Έλληνες. Το «βάπτισμα» στην κολυμπήθρα της παράδοσής μας, σημαίνει αναγέννηση, νέα οπτική, με άλλα λόγια δημιουργική χρήση του λόγου. Δημιουργικότητα στην προσωπική συναναστροφή, στην εργασία, στην πολιτική, στην τέχνη. Ακριβώς εδώ είναι που θυμόμαστε την «τολμηρή», μα γεμάτη ήθος, γλώσσα του Ελύτη ή του Εμπειρίκου («Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου»).
Ποιητικός ο λόγος, δυσνόητος , απρόσιτος για τον αμύητο αναγνώστη. «Τις ιδέες μου όλες ενησιώτησα, στη συνείδησή μου έσταξα λεμόνι» (ΙΓ′ Ψαλμός, «Πάθη»). Για τα παιδιά παραμένει μακρινός, αλαργινός και ερμητικός, όπως το μάθημα της λογο-τεχνίας. Όμως τα μυστικά του θα τους μάθουν να «προφέρουν σωστά την πραγματικότητα», «να γίνονται χαρταετοί για τον άνεμο, ακόμα και όταν ο ουρανός δεν υπάρχει», να είναι οι «νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας», «να έχουν την ψυχή τους στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη∙ «να υπακούουν στον Ηράκλειτο και το Μακρυγιάννη», «να ζουν αυθεντικά και ελεύθερα»*.
Και όλα αυτά εντρυφώντας στη λογοτεχνική μας παρακαταθήκη με έναν τρόπο ξεχωριστό και ασυνήθιστο∙ με άλλα λόγια ανθρώπινο. Τότε θα κλίνουν το «ρήμα» κολοκοτρώνω σε όλα τα πρόσωπα, σε όλες τις φωνές, ώσπου να βγουν νικητές από τις δικές τους, προσωπικές και συλλογικές, μάχες∙ να μην κιοτεύουν μπροστά στις προκλήσεις.
«Άξιον Εστί το Τίμημα»*
…».
(* αποσπασμένοι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη)
Πίνακας του Θεόδωρου-Bρυζάκη (1819-1878), «H Eλλάς ευγνωμονούσα»