από την Μάρθα Πατλακουτζά
Ξεκίνησες να λες μια ιστορία. Μιλούσε για σένα. Μπορεί να είχαν περάσει πενήντα χρόνια από τότε.
Πάρα πολλά, συμπεραίνεις. Υπερβολικά πολλά.
Είναι σκληρό να βλέπεις πως το κερί σου λιγοστεύει.
Κι όμως κλείνεις τα μάτια και ακόμα το μικρό κορίτσι είναι εκεί.
Ο χρόνος δεν το άγγιξε. Αναρωτιέσαι γιατί. Τα πάντα έχουν αλλάξει.
Είσαι στα πρόθυρα αυτού που αποκαλούν τρίτη ηλικία. (εντάξει μην τα παραλέμε, έχω μια δεκαετία ακόμα έως εκεί… ο χρόνος ξεκαρδίζεται, γιατί ξέρει πως είναι μια ανάσα δρόμος)
Το μικρό κορίτσι έχει σιωπήσει. Είχε μάθει να μη μιλά.
Μόνο να παρατηρεί και να γυρεύει μια ιδέα ουρανό. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της χωνόταν στο υπόγειο.
Υπάρχουν υπόγεια και υπόγεια. Του κοριτσιού ήταν δεκατρία σκαλοπάτια μέσα στη γη. Τα κατέβαινε κι ένιωθε τα εφτά πατώματα πάνω από το κεφάλι της ασήκωτα. Το φως λιποταχτούσε πάντα πρώτο. Ξεχνούσε τον κόσμο κι ο κόσμος ξεχνούσε το κορίτσι.
Δεν είχε παιχνίδια. Καταραμένη φτώχεια, έλεγε η μάνα της.
Μια μέρα ξετρύπωσε μια κούκλα γυμνή. Είχε ένα πράσινο αλλήθωρο μάτι, λεκέδες και στραβά πόδια. Την κοίταξε για ώρα.
Μα είναι δυνατόν να πετούν κάτι τόσο πολύτιμο όσο μια κούκλα, γιατί έχει ένα ελάττωμα; Αναρωτήθηκε.
Κι αν τη μάζευε από τα σκουπίδια θα έλειπε σε κάποιον; Θα ήταν κλεψιά;
Με αποφασιστικότητα τη γράπωσε, την έχωσε κάτω από τη λεκιασμένη ζακετούλα της. Μόλις είχε αποκτήσει το πρώτο της παιχνίδι. Μαζί χωθήκαν στο υπόγειο. Για να πάει στο μπάνιο έπρεπε να περάσει έναν σκοτεινό διάδρομο. Τον φοβόταν πολύ. Πίστευε πως εκεί κρυβόταν θεριά και τέρατα. Με τρεμάμενα βήματα έφτασε ως τη βρύση. Έχωσε την κούκλα από κάτω της και άφησε το νερό να τρέξει. Ψηλάφισε το νιπτήρα. Μόλις ένιωσε τη γλίτσα κατάλαβε πως τα είχε καταφέρει. Πήρε το πράσινο σαπούνι και την έτριψε. Το αλλήθωρο μάτι κουνήθηκε πάνω κάτω. Γυάλισε κι έλαμψε μες στη σκοτεινιά.
“Κουκλί μου εγώ θα σε φροντίσω“, ψιθύρισε το κορίτσι. Χαμογέλασε στα τέρατα.
“Ίσως να μπορούσα να γίνω φίλη μαζί τους” έκανε τη σκέψη και σαν αγριοκάτσικο δρασκέλισε την απόσταση ως το δωματιάκι χωρίς παράθυρο. Έξαψε στη ραπτομηχανή της μάνας. Βρήκε κάτι ξεφτισμένα κουρέλια. Το μούτρο της άστραψε. Με προσοχή κάλυψε τη γύμνια της κούκλας.
Την έσφιξε στην αγκαλιά της. Ήταν πια δική της. Τα ματάκια της κούκλας έκλεισαν. Ίσως και να δάκρυσαν. Ίσως και να μην τα είχε σκουπίσει καλά.
Η λησμονιά κόρη μου είναι σαν τις παροπλισμένες βόμβες. Νομίζεις πως είναι ακίνδυνες, αλλά πάντα η όψη τους θα είναι τρομαχτική.