από την Άρια Σωκράτους

 

Δώσε το χέρι για να βοηθήσεις. Θα βρεθούν άπειροι να το αρπάξουν.

Ζήτησε χέρι για να βοηθηθείς. Απειροελάχιστοι θα βρεθούν για να το προσφέρουν.

Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν υποβαθμιστεί σε μια φτηνή συναλλαγή δούναι και λαβείν.

«Αν σου δώσω, εγώ τι θα πάρω;» Το μπλοκάκι του μπακάλη της γειτονιάς σημειώνει πυρετωδώς τις αγορασμένες υποχρεώσεις.

Σε αγαπώ για όσο και εφόσον μου είσαι χρήσιμος και εξυπηρετείς τις τρέχουσες συναισθηματικές, κοινωνικές και οικονομικές μου ανάγκες.

Μετά; Μετά γίνεσαι μια ασήμαντη κουκκίδα στον πολυχρησιμοποιημένο μου χάρτη. Δεν με εξυπηρετείς, αρα δεν υπάρχεις.

«Είμαστε όλοι ηφαίστεια που περιμένουν την ώρα της έκρηξής τους, κανένας δεν ξέρει όμως πότε, σε λίγο ή σε πολύ, θα γίνει η έκρηξη αυτή – ούτε καν ο θεός» είπε ο Νίτσε.

Νομίζουμε πως γνωρίζουμε επακριβώς τις σκέψεις των ανθρώπων και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες ζουν, για τον απλό λόγο ότι δεν ενδιαφερόμαστε γι’αυτές.

Αν ενδιαφερόμασταν πραγματικά, θα γνωρίζαμε και με τρόπο να τις διερευνήσουμε.

Κάποιοι ανθρωποι ανήκουν στην πιο κοινή ποικιλία ανθρώπινων στρουθοκαμήλων, οι οποίες δεν κρύβουν το κεφάλι τους με την ελπίδα πως δεν θα τις δουν, αλλά το κρύβουν για να μην δουν οι ίδιες ότι τις βλέπουν.

Έχουν δημιουργήσει μια επίπλαστη, φαντασιακή για τον εαυτό τους εικόνα, την οποία γνωρίζουν πως είναι ψευδής, όμως την αναδεικνύουν με κάθε τρόπο, έχοντας παράλληλα την ψευδαίσθηση πως κρύβουν την αληθινή. Όμως δεν υπάρχει τίποτα πιο προφανές από το ψευδές.

Τα κάλπικα χαμόγελα, τις κάλπικες συμπεριφορές, τα κάλπικα βλέμματα. Η αυτοκρατορία του ψεύδους.

Θέλω, ζητώ, παίρνω.

Τρία επιτακτικά ρήματα που αποτελούν το μότο της ζωής σου με οποιοδήποτε κόστος και οποιοδήποτε τίμημα.

Μια ψεύτικη ζωή πασπαλισμένη με χρυσόσκονη από κάρβουνο. Μια χρυσόσκονη που θολώνει, τυφλώνει και φιμώνει.

Η ανάδειξη του ψευδούς είναι η αυταπάρνηση του ίδιου σου του εαυτού. Η απαξίωση όλων των καλών στοιχείων που κάποτε σε προσδιόριζαν και πλέον αποτελούν για σένα ξένο σώμα.

Η οδύνη που προκαλεί η ανάσυρση των αναμνήσεων του αλλοτινού εαυτού σου είναι πλέον ανυπόφορη.

Το παιχνίδι της αποπλάνησης και του φτηνού χειρισμού δεν έχει πάντα ως θύματα τους άλλους ξέρεις. Το μεγαλύτερο θύμα της είσαι εσύ. Όμως δεν το καταλαβαίνεις.

Είσαι τόσο μικρός αλλά νέχεις την ψευδαίσθηση πως είσαι τεράστιος.

Κάποτε, τις μικρές εκείνες ώρες που νιώθεις το δανεικό κοστούμι να σε πλακώνει, αναρωτιέσαι το πως και το γιατί. Ένα γιατί που στοιχειώνει ακόμα και τους πιο ήρεμους εφιάλτες σου. Επειδή όνειρα έπαψες προ πολλού να βλέπεις. Στο μυαλό σου στριφογυρίζει σαν σβούρα ο στίχος του Σεφέρη

«Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη».

Οι λέξεις μπερδεύονται σ’ ένα ατέρμονο χορό. Αλλάζουν σειρά, αλλάζουν έννοια.

«Για ένα κόσμο κάλπικο, επίπλαστο και μάταιο. Για μια ψυχή που εκπορνεύεται χωρίς να ξέρει το τίμημα.»

Η φωνή της ξεχασμένης σου συνείδησης ουρλιάζει στο αυτί σου. Θέλεις να πάψεις να την ακούς, η ένταση της σου παραλύει τα νεύρα. Στροβιλίζεσαι στον απόηχο της ανήμπορος να αντιδράσεις. Προσπαθείς να θυμηθείς την τελευταία φορά που γέλασες με τη ψυχή σου χωρίς να προσκολληθείς σε μια απατηλή επίφαση του κάλπικου κόσμου σου. Αλήθεια, πόσο ακριβό είναι το γέλιο που εσύ ξεπούλησες; Το πρόσωπό σου συσπάται από ένα μορφασμό πόνου.

Είναι πια πολύ αργά για να επιστρέψεις εκεί που κάποτε βρισκόσουν.

Πλέον βρίσκεσαι στον κόσμο της φτηνής συναλλαγής.