Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

2 Απριλίου 1805, η ημερομηνία γέννησης του Δανού συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που είναι παγκοσμίως γνωστός για τα παραμύθια του. Τόσο ο Άντερσεν, όσο και οι προκάτοχοί του, Αδελφοί Γιάκομπ (1785 – 1863) και Βίλχελμ (1786 – 1859) Γκριμ, αλλά και ο Σαρλ Περώ (1628 – 1703), συνθέτουν το τρίπτυχο των βασικών εκπροσώπων ενός δύσκολου αφηγηματικού είδους που απευθύνεται κυρίως – αλλά όχι μόνο – στην παιδική ηλικία.

Σύμφωνα με τον ορισμό του, το παραμύθι είναι «μια διήγηση πλασμένη με ποιητική φαντασία, χωρίς λογική εξάρτηση από τους όρους της πραγματικής ζωής, που αποσκοπεί στην τέρψη του ακροατή» και παράλληλα μεταφέρει μηνύματα ωραιοποιώντας οιαδήποτε τρομοκρατική εικόνα.

Έρνστ Τέοντορ Αμαντέους Χόφμαν

Εξάλλου, τόσο οι προαναφερόμενοι συγγραφείς, όσο και ο Έρνστ Τέοντορ Αμαντέους Χόφμαν (1776 – 1822), επέτρεψαν στο φανταστικό στοιχείο να απαλύνει την ασχήμια της πραγματικότητας.

Η πρώτη γνωστή συλλογή που εκδόθηκε το 1781, μετά δηλαδή από το θάνατό του, ήταν αυτή του Σαρλ Περώ με τίτλο «Παραμύθια» και περιελάμβανε οχτώ ιστορίες: την Ωραία Κοιμωμένη, την Κοκκινοσκουφίτσα, την Σταχτοπούτα, τον Κοντορεβιθούλη ή Δαχτυλάκη, τον Κυανοπώγωνα, τον Παπουτσωμένο Γάτο, τις Νεράιδες και τον Ρικέτο με την Τούφα.

 Σαρλ Περώ

Ορισμένες από αυτές καταγράφηκαν και από τους Αδελφούς Γκριμ, οι οποίοι κατά την διάρκεια της ζωής τους, συνέλεξαν και εξέδωσαν πολλά γερμανικά παραδοσιακά παραμύθια, προερχόμενα κυρίως από την μεσαιωνική εποχή. Ανάμεσα σε αυτά, συγκαταλέγονται η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, η Ραπουνζέλ, οι Έξι κύκνοι, ο Λύκος και τα επτά κατσικάκια, οι τέσσερις μουσικοί της Βρέμης, οι Δώδεκα Βασιλοπούλες που χόρευαν, αλλά και η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα, το Αγριοτριαντάφυλλο (βλ. Ωραία Κοιμωμένη) και πολλά άλλα.

Ακολούθησαν «Τα Παραμύθια των αδελφών του Σεραπίωνος» του Χόφμαν, όπου περιλαμβάνεται και ο Καρυοθραύστης και ο Βασιλιάς των Αρουραίων και φυσικά τα παραμύθια του Άντερσεν, όπως το Κοριτσάκι με τα σπίρτα, το Ασχημόπαπο, ο Άγγελος, τα Κόκκινα Παπούτσια και δεκάδες άλλα.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η επιβίωση αυτών των παραμυθιών, καθώς και η αναβίωσή τους μέσω θεατρικών, μουσικών, κινηματογραφικών και τηλεοπτικών αναπαραστάσεων, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι εκπαιδεύουν χωρίς να επιβάλλουν, προειδοποιούν για τον κίνδυνο χωρίς να τρομοκρατούν, συμβουλεύουν χωρίς να κηρύττουν και τέλος μεταφέρουν μηνύματα χωρίς να κρύβονται κάτω από απειλητικές εκφράσεις.

Επομένως έστω κι αν υπάρχουν σύγχρονες θεωρίες που απορρίπτουν την δύναμη αυτών των παραμυθιών υπό το πρίσμα αντιπαιδαγωγικών μεθόδων που συμβάλλουν αρνητικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, είναι άραγε καλύτερες οι σημερινές εικόνες φρικιαστικών και παραμορφωμένων προσωπείων, που κατακλύζουν συχνά τις παιδικές ιστορίες, από τους γίγαντες ή τα ζώα που χρησιμοποιούνται στα κλασικά αναγνώσματα; Η απάντηση ασφαλώς θα πρέπει να δοθεί από τους ειδικούς παιδοψυχολόγους, όμως προτού τα καταδικάσουμε, οφείλουμε ενδεχομένως να αναλογιστούμε ότι δεν υπάρχει καμιά ηθική αξία, όπως η δύναμη της συγγνώμης και της συγχώρεσης, η εγκράτεια, η ταπεινοφροσύνη, η καλοσύνη, η ευγνωμοσύνη, η ανταμοιβή και ιδίως η απονομή της δικαιοσύνης, που να μην έχει εκφραστεί μέσω αυτών.

Αν λοιπόν αυτά τα παραμύθια παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο – μετά από τέσσερις και πλέον αιώνες – δεν είναι ίσως γιατί βελτίωσαν τον κόσμο, αλλά απλώς γιατί δίδαξαν σε όλες τις γενιές ότι μπορούν να πιστεύουν πάντοτε στο όνειρο για ένα καλύτερο αύριο.