Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

Δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο μια λέξη ή ακόμα και μια φράση ειπωμένη από έναν μυθιστορηματικό ήρωα να συνδέει νοερά δυο διαφορετικά αναγνώσματα.

«Αύριο την ίδια ώρα», δηλώνει η Ροζαλί – η υπηρέτρια της ηρωίδας του έργου του Γκυ ντε Μωπασσάν «Μια Ζωή» και δίνει ελπίδα στην κυρία της, την Ζαν.

«Αυτό θα το σκεφτώ αύριο», αποφασίζει η Σκάρλετ Ο’ Χαρα και τονώνει την αυτοπεποίθησή της στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» της Μάργκαρετ Μίτσελ.

Ένας χρονικός προσδιορισμός που έχει ως μοναδική αποστολή να τονίσει τόσο στη Ζαν όσο και στη Σκάρλετ ότι τίποτα δεν έχει χαθεί και υπάρχει πάντα περιθώριο για ευοίωνη εξέλιξη του μέλλοντος.

Δυο γυναίκες επομένως εντελώς διαφορετικές που δεν θα μπορούσαν να ομοιάζουν παρά μόνο στη θηλυκή τους υπόσταση και πιθανότατα και στην αφετηρία της ιστορίας τους που δεν είναι άλλη από την προσδοκία ενός γάμου.

1819 – η Ζαν εγκαταλείπει το μοναστηριακό κολλέγιο και επιστρέφει στο πατρικό της. Πολύ νέα, μόλις δεκαεπτά ετών, ξέρει πως το επόμενο βήμα είναι ο έρωτας, ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας. Ανυπομονεί λοιπόν να συναντήσει τον άγνωστο με τον οποίο θα μοιραστεί την ευτυχία, ακολουθώντας το παράδειγμα των γονιών της. Σύντομα το όνειρό της θα μορφοποιηθεί στο πρόσωπο του υποκόμη Ζυλιέν ντε Λαμάρ. Η ευγένειά του και οι καλοί του τρόποι θα πείσουν την Ζαν και τους γονείς της να παραβλέψουν την κοινωνική και οικονομική κατωτερότητά του και να συμφωνήσουν σε έναν γάμο που θα είναι η αρχή της καταστροφής τους.

Επιστρέφοντας από το ταξίδι του μέλιτος η Ζαν θα κληθεί να αλλάξει τον τρόπο ζωής της. Ο σύζυγός της θα αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας της και η τσιγκουνιά του θα της επιβάλλει τη στέρηση βασικών αγαθών, όπως το φαγητό και η θέρμανση. Το μεγαλύτερο βέβαια χτύπημα για την Ζαν θα είναι η ανακάλυψη της απιστίας του Ζυλιέν με την ομογάλακτη υπηρέτριά της, την Ροζαλί, με την οποία απέκτησε και ένα γιο.

Από εκείνην τη στιγμή η Ζαν θα αρχίσει να χάνεται κάτω από μια στοιβάδα προβλημάτων που θα αδυνατεί να ελέγξει. Η δολοφονία του Ζυλιέν και της νέας ερωμένης του από τον προδομένο σύζυγο της τελευταίας, καθώς και ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας της, θα οδηγήσουν την Ζαν να αφιερωθεί στην ανατροφή του μοναχογιού της, ελπίζοντας ότι η δική του ευτυχία θα ισορροπήσει την κατεστραμμένη της ζωή. Ο γιος της όμως θα την εγκαταλείψει και με τα χρέη του θα την εξαντλήσει οικονομικά. Ευτυχώς η γέννηση της εγγονής της, αλλά και η στήριξη της Ροζαλί είναι τα δυο γεγονότα που θα της δώσουν κουράγιο να συνεχίσει.

Στο έργο του επομένως «Μια Ζωή ή η Ταπεινή Αλήθεια», που εκδόθηκε το 1883, ο Γκυ ντε Μωπασσάν θίγει πάρα πολλά ζητήματα.

Οι γονείς της Ζαν, παρόλο που την αγαπούν και τη στηρίζουν μέχρι το τέλος της ζωής τους, δεν κατορθώνουν – εξαιτίας της καλοσύνης τους και της πραότητάς τους – να την προστατεύσουν από τον Ζυλιέν. Ο πατέρας της, ο βαρώνος Σιμόν – Ζακ, είναι ένα άτομο με προοδευτικές απόψεις, θιασώτης των εκπαιδευτικών ιδεών του Ζαν – Ζακ Ρουσσώ και αντικληρικός. Παρόλα αυτά θα επηρεαστεί από τον ιερέα της περιοχής και θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον γάμο της κόρης του, ανεχόμενος τη ματαιοδοξία και τον εγωισμό του γαμπρού του.

Η Ζαν μεγάλωσε σε ένα κλουβί αγάπης και φροντίδας που δεν την άφησε να αντιληφθεί ότι ο κόσμος κρύβει και σκοτεινά σημεία πόνου. Μολονότι θα της δοθεί η δυνατότητα να δει και την άλλη του μορφή, θα αποτύχει να νουθετήσει τον γιο της. Η μητρική της αγάπη και η υπερπροστασία της θα επιφέρουν αντίθετα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα και εκείνος θα αναπτύξει τα κληρονομικά πατρογονικά χαρίσματα ακολασίας.

Ο Μωπασσάν επομένως δημιουργεί αντιθετικούς αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες της κοινωνίας. Η καλοσύνη έναντι της εξαπάτησης, ο έρωτας έναντι της προδοσίας, η αληθινή ευγένεια έναντι της υποκρισίας.

Η ζωή των γυναικών, η κοινωνική και εκπαιδευτική τους διαφοροποίηση κυριαρχούν σε ολόκληρο το έργο. Η Ζαν θα βυθιστεί στην κατάθλιψη και θα αφεθεί έρμαιο στη μοίρα της, ενώ η Ροζαλί – υπηρέτρια και δίχως μόρφωση – θα αντιμετωπίσει τα προβλήματά της και θα μεγαλώσει σωστά τον γιο της.

Ο αρνητισμός του Μωπασσάν προς τον Κλήρο και η απόρριψή του προς τους εκπροσώπους του εκφράζεται μέσω των δυο ιερέων που δρουν καταλυτικά με την παρέμβασή τους στην πορεία των γεγονότων. Ο ένας εξ’ αυτών εστιάζει σε ένα πελατοκεντρικό σύστημα που αποδέχεται και συγχωρεί υπό τον όρο ότι θα αυξηθούν τα έσοδα της Εκκλησίας. Ο άλλος εμμένει φανατικά στην τιμωρία της ανομίας και αρνείται πεισματικά να είναι διαλλακτικός με καταστάσεις που δεν είναι αποδεκτές από το ηθικό του σύστημα αξιών. Στα μάτια του ο Θεός δεν είναι παρά ένας τιμωρός της αμαρτίας.

Ο έκδηλος πεσιμισμός του Μωπασσάν θα υπερκεραστεί στο τέλος του έργου με την απτή πλέον εκδοχή ενός καλύτερου αύριο, αφού «η ζωή δεν είναι ποτέ τόσο άσχημη ή τόσο καλή όσο νομίζουμε».

Η ίδια αισιοδοξία θα εκφραστεί μισό αιώνα αργότερα στο επικό μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ «Όσα παίρνει ο άνεμος».

Η ιστορία εξελίσσεται στην Αμερική – την χώρα που η Ροζαλί, η γαλλίδα ηρωίδα του Μωπασσάν, χαρακτηρίζει τεράστια και με άπειρες ευκαιρίες πλουτισμού.

Η συγγραφέας, μέσω της ιστορίας της Σκάρλετ Ο’ Χάρα, θα παρουσιάσει τον Αμερικανικό Νότο, θα αναφερθεί στα ιστορικά γεγονότα του Εμφυλίου πολέμου και στην επίδραση που είχε όχι μόνο στη ζωή, αλλά κυρίως στη νοοτροπία των ανθρώπων που τον βιώσαν.

Βασική διαφορά της Ζαν και της Σκάρλετ είναι ο χαρακτήρας τους. Σε αντίθεση με την πρώτη, η δεύτερη δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του. Εγωίστρια και πεισματάρα θα πολεμήσει για να αποκτήσει τα όνειρά της, ακόμη κι αν πρέπει να ισοπεδώσει άλλους στο πέρασμά της. Θα απογοητευτεί, θα αγαπήσει, θα προδοθεί από το νοερό εραστή της, θα χηρέψει δυο φορές, θα χωρίσει, θα γίνει μητέρα, αλλά ό,τι και αν βιώσει δεν θα λυγίσει. Οι δυσκολίες θα την ενδυναμώσουν και θα την σκληρύνουν.

Η Μίτσελ, παρότι γυναίκα και υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης (η μητέρα της ανήκε στις Σουφραζέτες) δεν θα χαριστεί στην ηρωίδα της, δεν θα καλύψει τα ελαττώματά της και δεν θα την παρουσιάσει ως άγγελο. Προφανώς εδώ κρύβεται και το μυστικό που προκαλεί τον ίδιο τον αναγνώστη να αποφασίσει αν θα της αναγνωρίσει ή όχι ελαφρυντικά.

Ο ρατσισμός που εκφράστηκε στο έργο του Μωπασσάν έναντι των φτωχών κοριτσιών της επαρχίας που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, και ο Κλήρος αποδοκιμάζει θεωρώντας ότι απλώς χαρίζονται στον οποιονδήποτε και μένουν έγκυες πριν τον γάμο, αντιπαραβάλλεται στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» με την εκμετάλλευση των μαύρων από τους λευκούς.

Παράλληλα, μια μερίδα εκπροσώπων των ανώτερων κοινωνικών τάξεων αναλαμβάνει τον ρόλο του Κλήρου και την κριτική του στα ατοπήματα των πολιτών.

Η στήριξη της Ζαν από τη Ροζαλί, αντικαθρεφτίζεται στη μαύρη νταντά της Σκάρλετ, τη Νουνού, που έμεινε όμως κοντά της ως το τέλος, δίχως να την προδώσει ποτέ.

Τόσο η Σκάρλετ, όσο και η Ζαν θα βιώσουν την αγάπη των γονιών τους και θα πονέσουν από τον θάνατό τους. Η μεν πρώτη όμως θα παλέψει για να ξεπεράσει τη θλίψη της, ενώ η δεύτερη θα νικηθεί από τις αδυναμίες της. Η Ζαν έχει την τάση να «κρεμιέται» από ανθρώπους, ενώ η Σκάρλετ τους χρησιμοποιεί για να επιτύχει τους σκοπούς της. Στις αντιδράσεις της Αμερικανίδας ηρωίδας διαφαίνεται και η διαφορετική επιρροή που μπορεί να έχει το ίδιο περιβάλλον στους ανθρώπους, αφού οι αδελφές της Σκάρλετ – μεγαλωμένες στο ίδιο σπίτι – είναι άβουλα πιόνια καταδυναστευμένα από τον φθόνο και την μικροπρέπεια που γεννούν οι απραγματοποίητες επιθυμίες τους.

Η Ζαν δεν θα σκεφτεί καν να βρει τρόπο για να κερδίσει τα προς το ζην. Αντιθέτως η Σκάρλετ θα τολμήσει να παραμελήσει τα μητρικά της καθήκοντα για να μεγαλουργήσει ως επιχειρηματίας σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον.

Εν κατακλείδι, πέρα από τις ομοιότητες που έχουν εντοπίσει οι κριτικοί λογοτεχνίας στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» και στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», αξίζει να σημειωθεί ότι η σύγκριση των δυο ηρωίδων στα έργα του Μωπασσάν και της Μίτσελ τις ανυψώνει σε ένα εμφατικό δίπολο της γυναικείας εξέλιξης, τονίζοντας το πέρασμα σε μια νέα εποχή.