από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Μόνο το ταλέντο, σε ζοφερούς καιρούς, πετυχαίνει στόχους που οτιδήποτε άλλο αδυνατεί να πετύχει, και μόνο οι εντεταλμένες από τον Θεό ιδιοφυΐες ευστοχούν, εκεί όπου για τους πολλούς ο στόχος δεν είναι καν διακριτός. Όμως οι κακοί ξαφνιάζονται πάντα δυσάρεστα όταν απαντούν ανθρώπους ικανούς και την ίδια στιγμή καλούς. Ακολουθούν την πεπατημένη των φθονερών και των επαπειλούμενων από το διαφορετικό: αγνοώντας πως τα μεγάλα πνεύματα κάνουν τα μείζονα επιτεύγματα να μοιάζουν με προμελετημένες εξάρες, τα βλάπτουν ανελέητα. Από το λυκαυγές του κόσμου κιόλας, πετροβολούν τα καρποφόρα δέντρα. Λησμονονούν ότι τα άριστα έργα μένουν παρακαταθήκη στου χρόνου τα κατάστιχα. Του αδέκαστου κριτή που χωρίς προσωπική φιλοδοξία, αναγνωρίζει τους καλλιτέχνες ως άξιους ανταγωνιστές, κι όχι ως διερμηνείς μιας σκηνοθετημένης εποχής.

 

Ήταν στις 27 Ιανουαρίου 1837 κάπου στα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης που ο Γάλλος εμιγκρές και αξιωματικός στο ρωσικό στρατό, Georges d’ Anthes, πυροβολεί πρώτος εξ’ επαφής αυτόν που με την υψηλή καλλιτεχνική διαύγεια και την οικουμενική εύκλεια των ποιημάτων του, επηρέασε όλους τους μεταγενέστερούς του στην Τέχνη του Λόγου. Ντοστογιέφσκι, Γκόργκι, Τσέχοφ, Τολστόι και Γκόγκολ χρωστούν πολλά από τις εμπνεύσεις τους στον εθνικό ποιητή της Ρωσίας, Αλέξανδρο Σεργκέγεβιτς Πούσκιν.

Σε μια μονομαχία για την υπεράσπιση της τιμής της καλλονής συζύγου του, Ναταλίας Γκοντσαρόβα, ο βαθύτατα παρακινούμενος από φιλελεύθερα και ουμανιστικά ιδεώδη, ο λάτρης του Βύρωνα, του Σαίξπηρ, μα και του Οβίδιου, ο δημιουργός των «Αναμνήσεις από το Τσάρκογιε Σελό» (1814), «Ωδή στην Ελευθερία» (1817), «Ρουσλάν και Λουντμίλα» (1820), «Η κρήνη του Μπαχτσισαράι» (1823), «Τσιγγάνοι» (1824), «Ευγένιος Ονένγκιν» (1825 – 32), θεατρικών, όπως «Μπόρις Γκοντουνόφ» (1825) και «Μικρές Τραγωδίες» (1830), παραμυθιών σε στίχους και άλλων πολλών έργων, με περίβλεπτη στους αιώνες τη νουβέλα «Ντάμα Πίκα», πέφτει αιμόφυρτος στο χιόνι από το μοιραίο βόλι που τελικά θα του στερήσει τη ζωή στις 29 Ιανουαρίου.

 

Γεννημένος το 1799 στη Μόσχα, πρωτουργός του ρεαλισμού, και όχι του ρομαντισμού – όπως πίστευαν πολλοί – στη ρωσική λογοτεχνία, με απείθαρχο το πνεύμα και στενά συνδεδεμένη τη δράση του με τους Δεκεμβριστές, ο γνωστός φιλέλληνας Πούσκιν θα καταγγείλει με παρρησία στην τέχνη του την τσαρική δεσποτεία, με αποτέλεσμα ο τσάρος Αλέξανδρος, ενοχλημένος από τις επαναστατικές του ιδέες, να διατάξει την εξορία του. Το μέρος του ποιητή θα πάρει ο Ιωάννης Καποδίστριας πείθοντας τον τσάρο να μην τον στείλει στη Σιβηρία, μα στην Οδυσσό.

Εκεί, εμπνευσμένος από τη Γαλλική και την Ελληνική Επανάσταση, με αίμα που βράζει, εγκολπώνει στα γραπτά του την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης. Θα καθυστερήσει σημαντικά, θα περάσει πολλά στη σύντομη ζωή του, μα θα εξελιχθεί στο λαμπρότερο παράδειγμα του άγραφου κανόνα που λέει πως τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες τους γεννούν και έπειτα τους σταυρώνουν οι πλέον δυστυχισμένοι λαοί. Διαπρύσιος υπερασπιστής της ελευθερίας και του δικαίου, το κάπως παράξενο στην εμφάνιση, αλλά καλλιεργημένο παιδί που δεν αγαπήθηκε από τους γονείς του, παρά μονάχα από την τροφό του, Αρίνα Ροντιόνοβα, επισκεπτόμενο τον Καύκασο, κατά την εξορία του, θα γράψει το επικό «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου» ενώ στην Κριμαία, θα ολοκληρώσει την ελεγεία «Έσβησε το φως της μέρας».

Ο θεματοφύλακας της ρωσικής γλώσσας και της αξίας του λαϊκού πλούτου, ο νεαρός Αλεξάντρ, γνωρίζει ότι ζωή χωρίς την ελευθερία, μοιάζει με σώμα χωρίς ψυχή κι ότι σημασία έχει η ικανότητα να τολμάς κοιτάζοντας τον κόσμο όπως ο άντρας τη γυναίκα. Ο Πούσκιν, με την επιρροή που άσκησε στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποδεικνύει πως ποτέ κανείς δεν υπήρξε μεγάλος ποιητής, αν ταυτόχρονα δεν υπήρξε βαθυστόχαστα φιλόσοφος και πως η Τέχνη δεν είναι παρά το πιστοποιητικό της ύπαρξης μιας ανώτερης δύναμης που κρατά το πνεύμα σε εγρήγορση. Άλλωστε, μια ζωή χωρίς Τέχνη, τι θα ήταν; Αφόρητη, προσγειωμένη, άθεη.

 

Η μέρα που θα γυρίσει πίσω στην Πετρούπολη έφτασε. Ο νέος τσάρος, Νικόλαος, εντυπωσιασμένος από την υψηλή ευφυΐα του Πούσκιν, λίγο μετά το γάμο του με την δεκαεπτάχρονη Ναταλία, θα τον προσλάβει στην υπηρεσία του. Το 1832 θα γίνει μέλος της Αυτοκροτορικής Ρωσικής Ακαδημίας, όμως η θέση δε θα τον ικανοποιεί. Οι δανδήδες αρχίζουν να περιτριγυρίζουν επικίνδυνα τη Ναταλία και ο πιο επίμονος είναι ο γοητευτικός Ζωρζ Δαντές. Σύντομα μαζί με τη λογοκρισία που υφίσταντο τα έργα του, αλλά και τα γράμματα που απήυθηνε ο ίδιος στη γυναίκα του, αντιμετώπισε τεράστια οικονομικά προβλήματα,καθώς και τη ζήλια για την πανέμορφη Ρωσίδα που έγινε η πέτρα του σκανδάλου. Όταν δε, άρχισε να λαμβάνει ανώνυμες επιστολές, οι οποίες έθιγαν την υπόληψη αυτού και της γυναίκας του, δεν άντεξε τη χλεύη και την ταπείνωση. Οι αιώνιοι εχθροί του, Ουβάρωφ και Μπέγεντορφ, άδραξαν την ευκαιρία να τον συντρίψουν.

 

Η στημένη μονομαχία συζύγου και εραστή, Αλεξάνδρου και Ζωρζ, εδόθη στο Μαύρο ποτάμι, και ενώ ο Μπέγεντορφ όφειλε να αναχαιτίσει το κακό στέλνοντας τους άντρες του, υποστήριξε ότι δεν έλαβε σωστά την πληροφορία για τον τόπο της μονομαχίας, και τους έστειλε σκόπιμα στο Αικατερινόφ. Η σφαίρα διαπέρασε τα ζωτικά όργανά του, και αφού διένυσε δύο μαρτυρικές μέρες μες στους φρικτούς πόνους, ο Πούσκιν, μόλις τριάντα οκτώ ετών, κατέληξε. Η είδηση του θανάτου του κυκλοφόρησε αστραπιαία σε όλη την πόλη, και ενώ τον περιφρονούσαν για το τρικυμισμένο παρελθόν του, 180 χρόνια μετά την απώλειά του, είναι και θα παραμείνει η σπουδαιότερη φυσιογνωμία της Ρωσικής Λογοτεχνίας.

 

Για ΄κείνον που ο Λερμοντόφ έγραψε το «Θάνατο του ποιητή», καταλήγοντας το ίδιο τραγικά, για τον άντρα που πρώτος έδωσε ατσάλινους ρωσικούς χαρακτήρες μέσα από τα λαϊκά παραμύθια του, γι’ αυτόν που θεωρούσε ότι δεν είναι δείγμα υγείας να είναι κάποιος προσαρμοσμένος σε μια κατάκοιτη κοινωνία, οι Ρώσοι έστησαν ένα τεράστιο μπρούτζινο άγαλμα στη διασταύρωση της λεωφόρου Ring και της οδού Tverskaya στη Μόσχα με την επιγραφή «Θα τιμηθώ πολύ από τους ανθρώπους» και η αλήθεια είναι πως άργησε, αλλά συνέβη.

 

Για τον παθιασμένο ποιητή, του οποίου η δυσπιστία απέναντι στην εξουσία αποτελεί αναφαίρετο πολιτικό δικαίωμα, ο Γκόγκολ εκτός από το Παλτό, τού βγάζει τιμητικά και το καπέλο, ομολογώντας ότι ο Πούσκιν ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια κι από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός, και ο Γκόρκι παραδέχτηκε: «Για μας τους Ρώσους ο Πούσκιν είναι η αρχή κάθε αρχής». Κάθε παροντικός και μελλοντικός αναγνώστης του, ωστόσο, θα συμφωνήσει στο ότι ἦλθε, εἶδε και ἐνίκησε με μια πένα δυνατότερη από οποιοδήποτε ξίφος, σε μια τέχνη που δεν είναι ο καθρέφτης πάνω στον οποίο καθρεφτίζεται ο κόσμος, αλλά το σφυρί με το οποίο εκείνος του έδωσε το παρθενικό του σχήμα και τη μορφή.