Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
«Αναζητάτε τον άνθρωπο όπως θα μπορούσε να είναι. Εγώ τον δέχομαι όπως ακριβώς είναι», είχε πει κάποτε ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στη Γεωργία Σάνδη.
Ο εξαιρετικός αυτός Γάλλος δημιουργός, καθ’ όλη τη διάρκεια της μυθιστοριογραφικής του πορείας, παρατηρούσε και ανέλυε την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι ήρωες του είναι γήινοι, παραδομένοι στα πάθη τους, τα οποία τους οδηγούν στην καταστροφή και τη δυστυχία. Παράλληλα, η απληστία και η φιλοδοξία αναδεικνύονται ως τα σημαντικότερα αμαρτήματα που προκαλούν τα δεινά της ανθρωπότητας.
«Παθιασμένος οραματιστής», όπως τον αποκαλούσε ο Μπωντλέρ, δεν θέλει απλώς να αναπαραστήσει την κοινωνία, αλλά να αναλύσει τους ηθικούς της νόμους. Ζει, παρατηρεί, καταγράφει, μελετά κάθε γεγονός που βιώνει.
Ο Θεόφιλος Γκωτιέ ανέφερε ότι «ο Μπαλζάκ δεν αντέγραφε απλώς τους δυο – τρεις χιλιάδες ήρωες που είχε δημιουργήσει, αλλά τους ζούσε». Η άποψη αυτή στηρίζεται και στη δήλωση του ιδίου στο έργο του «Φατσίνο Κάνε», που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1836 και επανακυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική σε μετάφραση στα ελληνικά από τον Φρίξο Ηλιάδη και με προλεγόμενα από τον Δημήτρη Κωνσταντάρα.
Γράφει λοιπόν ο Μπαλζάκ «Παρατηρούσα τα ήθη του προαστίου, τους κατοίκους του και τους χαρακτήρες τους (…) Για εμένα η παρατήρηση είχε γίνει κάτι σαν διαίσθηση. Διαπερνούσε την ψυχή, δίχως να αμελεί το σώμα, ή συνελάμβανε τόσο καλά τις εξωτερικές λεπτομέρειες, ώστε εισχωρούσε ακόμη περισσότερο. Μου έδινε τη δύναμη να ζω τη ζωή του ατόμου που παρατηρούσα (…)».
Εμβαθύνει επομένως και παραδίδει λεπτομερειακές περιγραφές, αν και σε τέτοιο βαθμό που οι μελετητές του κρίνουν πως αυτό το στοιχείο αποτελεί μειονέκτημα της γραφής του. Σε κάθε περίπτωση δημιουργεί ένα δικό του προσωπικό στυλ που επιβάλλει τους ήρωες στην αποδοχή του κοινού, αφού είναι μέρος της καθημερινότητάς τους.
Δεν ωραιοποιεί καταστάσεις και δεν διστάζει να αναφερθεί ακόμη και σε –ενδεχομένως – σοκαριστικά γεγονότα για τα ήθη της εποχής του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το διήγημα «Φατσίνο Κάνε», που προαναφέρθηκε, αλλά και η νουβέλα με τίτλο «Ο Σαραζίν», που περιλαμβάνεται στην ίδια έκδοση της Εμπειρίας Εκδοτικής και πρωτοεκδόθηκε το 1830. Το 1831 συμπεριλήφθηκε στον δεύτερο τόμο του έργου «Μυθιστορήματα και Φιλοσοφικές Ιστορίες», ενώ μετέπειτα αποτέλεσε μέρος του «Σκηνές της Παρισινής ζωής» στην «Ανθρώπινη Κωμωδία».
Ο Μάρκο Φατσίνο Κάνε λοιπόν είναι ένας τυφλός ηλικιωμένος μουσικός, που η έμφυτη τάση του στη λαγνεία και την απληστία προκάλεσαν την απώλεια της περιουσίας του και του πριγκιπικού του τίτλου και τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του πόλη, τη Βενετία.
Αντιθέτως ο Σαραζίν είναι ένας Γάλλος γλύπτης που ζει στην Ιταλία του 18ου αιώνα και ερωτεύεται παράφορα μια πριμαντόνα. Αναπάντεχα και αδυνατώντας να εντοπίσει την αληθινή αιτία της απόρριψής του από το ίνδαλμά του, ανακαλύπτει ότι πρόκειται για έναν καστράτο, έναν ερμηνευτή δηλαδή της όπερας, ο οποίος είχε ευνουχιστεί όταν ήταν παιδί, ώστε η φωνή του να διατηρήσει την ικανότητα να αποδίδει πολύ υψηλές νότες.
Τόσο ο Φατσίνο Κάνε, όσο και ο Σαραζίν γίνονται δυστυχισμένοι. Ο πρώτος επειδή παρασύρθηκε συνειδητά από τα πάθη του, ενώ ο δεύτερος ακούσια, εξαπατημένος από την αγγελική ψευδαίσθηση του έρωτα και αρνούμενος να ακούσει την αλήθεια:
«Σας απαγορεύω να μ’ αγαπάτε. Μπορώ να έχω μια φιλία μαζί σας, επειδή θαυμάζω τον χαρακτήρα σας και τη δύναμή σας. Έχω ανάγκη από έναν αδερφό, από έναν προστάτη. Γίνετε κάτι τέτοιο για μένα, μα όχι τίποτα περισσότερο».
Θεμελιωτής του ρεαλισμού, ο Μπαλζάκ αναπνέοντας τον Παρισινό αέρα, «της πιο διασκεδαστικής και φιλοσοφικής πόλης στον κόσμο (…) που δέχεται τα πάντα, ακόμα και τις ντροπιασμένες και τις αιματοβαμμένες περιουσίες», ηθογράφος και ανεπηρέαστος από ενδοιασμούς και προκαταλήψεις, έχει τη δύναμη να κατανοήσει και να αποδώσει κάθε συμβάν στις πραγματικές του διαστάσεις, απαλλαγμένο από νοθευμένες εξιδανικεύσεις.
Εκμεταλλευόμενος τα δυο μεγάλα του όπλα – την παρατηρητικότητά του και τη φαντασία του – ο Μπαλζάκ συγκαταλέγεται στον στενό λογοτεχνικό κύκλο που κατόρθωσε να αφήσει παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενιές το αντικαθρέφτισμα της εποχής του, αναλύοντας κάθε πτυχή της φυσιολογίας, της οικονομίας, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, της ηθικής, της φιλοσοφίας, της κοινωνίας και εν γένει της καθημερινής διαβίωσης, δίχως παροξυσμούς, διαστρεβλώσεις και ψευδείς ηθικοπλαστικές διαπιστώσεις. Διότι, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν:
«Αγαπώ τα εξαιρετικά όντα, γιατί είμαι κι εγώ ένα από αυτά…..»