Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης
Και Δημοσιογράφος
Και μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη
– έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Άδης –
να η Λάμαρη, ποιήτρια ξεχασμένη
Κώστας Καρυωτάκης: «Τάφοι»
(Ελεγεία και σάτιρες, 1927)
Οφείλουμε να ζούμε με την συναίσθηση του θανάτου. Αυτό που οι Ρωμαίοι
συνήθιζαν να λέγουν με δύο λέξεις μόνον «Memento Mori – Θυμήσου τον
Θάνατο» και τούτο οχι φυσικά απο καμιάν νεκροφιλική διάθεση, μα απο
την απόλυτη ανάγκη αναπροσδιορισμού της ζωής μας, απο την ανάγκη του
να επανακαθορίσουμε τις προτεραιότητες μας, με σκοπό μιάν καλύτερη
ζωή.
Ο δυτικός τύπος ανθρώπου φοβάται και την απλή αναφορά στον Θάνατο.
Τούτο τον μετατρέπει σε σκλάβο και άρει για αυτόν τις κόκκινες γραμμές
που θα έπρεπε να διέπουν την ζωή του. Μεγαλώνουμε με τον φόβο του
Θανάτου και όπως λέω κάπου μετατρεπόμαστε σιγά – σιγά στα πιο ανώριμα
πλάσματα. Σημειώνω χαρακτηριστικά. «Τι γελοία και ανώριμη η ανθρώπινη
φύσις. εμπιστεύεται μιά αβεβαιότητα όπως η ζωή και φοβάται μιά
βεβαιότητα όπως ο Θάνατος».
Πόσες άλλωστε οι φορές όπου στην ποίηση μου χρησιμοποιώ το σχήμα
«νεκροί, τάφοι εναντίον ζωντανών» προκειμένου να γελοιοποιήσω τον
δυτικό τύπο του φοβισμένου ανθρωπάκου και να καταδείξω πως ορισμένοι
νεκροί είναι περισσότερο ζωντανοί απο εμάς.
Με συγκινεί πάντοτε η εικόνα του κάποιος να ξεθάβει απο το χώμα μιάν
νεκρική πλάκα, προσπαθώντας να διαβάσει ποιός είναι θαμμένος εκεί και
τούτος ο στίχος του Καρυωτάκη που αναφέρεται στην Ελένη Λάμαρη με
προτρέπει νοερά και εμένα να πάρω λίγο απο το χώμα της λήθης που
σκεπάζει πλέον εκείνην μακριά και να την φέρω ξανά στην συλλογική
μνήμη, να την φέρω εκ νέου με μιάν αναφορά μου πάλι εν ζωή. Άλλωστε οι
νεκροί πεθαίνουν πραγματικά μόνον σαν του λησμονούμε, τούτος είναι και
ο μοναδικός ουσιαστικός Θάνατος, πέρα απο τον κατά σάρκαν Θάνατο
κάποιου ανθρώπου.
Ποιά ήταν η Ελένη Λάμαρη λοιπόν ; Τα ελάχιστα στοιχεία που υπάρχουν
πια για εκείνην λέγουν πως υπήρξε μουσικός και ποιήτρια του κύματος
του ρομαντισμού των αρχών του περασμένου αιώνα. Δεν ημπόρεσα να
εντοπίσω όσες λεπτομέρειες θα έπρεπε παρά μόνον τον τόπο γέννησης
και Θανάτου της όπου ήταν η Αθήνα στα χρόνια αναμεταξύ 1878 ως τα
1912.
Πέθανε νεότατη μα πρόλαβε να αφήσει κάποιο έργο το οποίο
εγώ θεωρώ πως αξίζει να ανασκαλίσουμε απο τον όγκο του χρόνου και της
λήθης που το έχει σκεπάσει, ώστε να αποκτήσουμε μιάν ακόμη κοσμοθέαση
για αυτό που λέμε κόσμο των ζωντανών. Εξάλλου όλοι ως διερχόμενοι
παρατηρητές φεύγουμε ο καθείς με άλλες αντιλήψεις περί κόσμου. Απλώς
κάποιοι είχαν τον χρόνο ή το ταλέντο να τις καταγράψουν κιόλας και
τούτες οι γραμμές μιάς φωνής ξεχασμένης πλέον έμπλεας ρομαντικής
διάθεσης και μελαγχολίας, τις θεωρώ όμορφες πινελιές επάνω στον άχαρο
ασπρόμαυρο καμβά του «σύγχρονου» ανθρώπου.
Η Λάμαρη παίρνει το φιλολογικό της ψευδώνυμο απο την Λάμαρη της
Πρέβεζας (και πάλι εδώ ένα παιχνίδι της τύχης είναι το πως η μοναδική
αναφορά του ονόματος της γίνεται απο τον Κώστα Καρυωτάκη , ο οποίος
αυτοκτονεί στην Πρέβεζα όπως και στην περίπτωση της άλλης μεγάλης
άγνωστης ποιήτριας που μνημονεύει ο ίδιος, την Κλεαρέτη – Δίπλα
Μαλάμου) και έζησε το μικρό χρονικά πέρασμα της απο την ζωή, ανάμεσα
σε δύο μούσες, την μουσική και την ποίηση. Την μοναδική της ποιητική
συλλογή καταφέρνει να την εκδόσει μόλις έναν χρόνον πριν πεθάνει στα
1911, με τον γενικό τίτλο «Ποιήματα» την οποία αφιερώνει στην μνήμη
του πατρός της.
Ο Καρυωτάκης την μνημονεύει στο κλασσικό ποιήμα του «Οι Τάφοι» με
αφιέρωση που έχει ως εξής «Ελένη Σ. Λάμαρη, 1878-1912 Ποιήτρια και
μουσικός. Πέθανε με τους φριχτότερους πόνους στο σώμα και με τη
μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχή.».
Θεωρήθηκε κάκιστα κατ εμέ απο τους «ειδήμονες» που συνήθως δεν έχουν
γράψει μιά λέξη κατά δική τους και απορώ ποιός τους δίδει το δικαίωμα
να είναι τόσο αυστηροί «μικρή» ποιήτρια. Ίσως και απο μιάν
κατωτερότητα λόγω της δικής τους ποιητικής ανεπάρκειας, μα στην ποίηση
και γενικότερα στην τέχνη αγαπητέ αναγνώστη πάντοτε να ενθυμείσαι πως
δεν υπάρχει «μεγάλος» και «μικρός», παρά αυτός που μιλά στην ψυχή σου
απρόσκλητα, χωρίς φανφαρονισμούς και χωρίς σκηνοθετημένες υποδείξεις
των διαφόρων «ειδικών».
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό, ιδιαιτέρως συγκινητικό ποίημα της προς
απόδειξη του γεγονότος πως μόνον «μικρή» ποιήτρια δεν υπήρξε και για
αυτό και την ανασύρω εκ του τάφου, της το οφείλω, αν αυτό που έχει να
μας δώσει μας κάμνει καλύτερους.
Κρινόφυλλο
Ένα κρινόφυλλο νεκρό τ’ αγέρι αργά το σέρνει
Ποιος ξέρει τι μεσ’ τη ζωή ακόμη το κρατεί!
Άταφο παραδέρνει
Μα κάτι αναζητεί.
Την ευωδιά του στην πνοή του ζέφυρου γυρεύει,
Στο σιωπηλό το βράδυασμα στη μυρωμένη αυγή,
Τον κρίνο του αγναντεύει
Κατάχλωμο στη γη.
Κ’ ενώ μονάχη συντροφιά του μένει μαύρη θλίψη
Του νεκρού κρίνου η μυρωδιά σα να ’ναι προσευχή
Πηγαίνει αργά στα ύψη
Μιας κόρης τη ψυχή.