από την Μάρθα Πατλακουτζά
«Τσιμπ τσιμπ πούπουλο και τζιτζικοπούπουλο» τραγουδούσε η γιαγιά στην εγγόνα της και τσιμπούσε τα δάχτυλά της μικρής. Το κορίτσι χαχάνιζε και έλεγε «ξανά» και «ξανά».
Τι να κάμει η κυρα Λενιώ; Ξανάρχιζε η μαυροντυμένη φιγούρα το τσίμπημα.
«Και τώρα θέλω να ακούσω για τον δράκο»
«Μπα σε καλό σου. Κοντεύεις τα δώδεκα και ακόμα θέλεις να ακούς παραμύθια;»
«Μα γιαγιά, υπάρχει άνθρωπος που να έχει χορτάσει από μαγεία;»
«Μαγικά και ξόρκια… Άντε να σε κάμω και τούτο το χατίρι. Πολλές φορές και δυο καιρούς παλιά ζούσε ένας μικρός δράκος. Ήταν ο πιο μικρός από όλους. Δεν έμοιαζε με τους άλλους τους ξανθούς. Ο Δρακούλης μας ήταν ένα μελανούρι, ήσυχο και ταπεινό. Κανένα δεν πείραζε. Αλλά και τι σημασία είχε για τους άλλους; Τον έκαναν ότι ήθελαν, γιατί πίστευαν πως μπορούσαν. Η αλήθεια ήταν πως ο Δρακούλης το επέτρεπε στους άλλους, γιατί δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει.
Αυτό βάστηξε χρόνους πολλούς. Μεγάλωσε ο Δρακούλης, αλλά μέσα του ένιωθε τόσο αγνός όπως ένας μικρός δράκος.
Οι άλλοι συνέχισαν να τον πειράζουν, να τον εκμεταλλεύονται, να αμελούν και να παραμελούν την ύπαρξή του. Κοιτούσαν το τώρα. Να αρπάξουν, να κερδίσουν ότι μπορούν.
Ο δρακούλης τους άφηνε. Μάλιστα τους χαμογελούσε. Το δικό του όνειρο δεν είχε μπει κανείς στον κόπο να μάθει.
Και μια μέρα ο Δρακούλης κοίταξε τον ήλιο.
Έγειρε το κεφάλι μια στο ένα πλάι και μια στο άλλο. Στον ουρανό είδε ένα συννεφάκι που του έγνεφε «έλα».
Και πήγε. Έτσι απλά.
Η ψυχή του έβγανε φτερούγες και πέταξε.
Η μεγάλη απόδραση, σχολίασαν οι άλλοι δράκοι.
“Δεν με κατάλαβαν ποτέ τους. Στο μονοπάτι της καρδιάς διάλεξα τη μοναξιά της αγάπης. Δικό τους το βασίλειο, δική μου όμως η ψυχή”, ψιθύρισε ο Δρακούλης.
Κι έζησε αυτός καλά και οι άλλοι ας το πούμε μια χαρά και δυο τρομάρες. Για την ακρίβεια οι τρομάρες ήταν άφθονες. Λίγο είναι να βλέπεις έναν δράκο πάνω από το κεφάλι σου λεύτερο και ωραίο, όταν αυτοί γυρόφερναν στη φυλακή της κακίας τους;»
Αφιερωμένο για όλους τους μικρούς δράκους με μεγάλη καρδιά.