από την Αναστασία Δημητροπούλου.

«Προπαντός, όταν οι μέρες μοιάζουν ατέλειωτες και κενές, είναι που τα χρόνια κυλούν γρήγορα», είχε υποστηρίξει λίγο πριν το τροχαίο που του στοίχισε τη ζωή, ο γαλλοαλγερινός μυθιστοριογράφος, Albert Camus.

Πράγματι, ο πανδαμάτωρ χρόνος φεύγει ανεπιστρεπτί, το παρελθόν κερδίζει έδαφος και το μέλλον, ως ισχνό, τριτοκοσμικό παιδί, μένει στο περιθώριο να λιμοκτονεί.

Οι δυνατότητες μειώνονται και οι αναμνήσεις στοιχειώνουν. Αυτή είναι η εξεταστέα ύλη στα μαθήματα που παραδίδει ο δάσκαλος των διδασκάλων.

Αυτός που στην αποφοίτηση, φυτεύει από μια σφαίρα στον κρόταφο όλων ανεξαιρέτως των παλιών μαθητών του. Αυτός που δε σου ανήκει, αλλά μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις. Αυτός που δεν αποταμιεύεται, αλλά σαφώς ξοδεύεται, και αυτός που αν τον χάσεις μία φορά, δε βρίσκει ποτέ το δρόμο της επιστροφής. Αυτός ο πληρωμένος δολοφόνος που βαφτίζει τον ύπνο και το θάνατο δίδυμα αδέλφια.

 

Ο ορφανός Χανς Κάστορπ, είκοσι τεσσάρων ετών, μηχανικός στο επάγγελμα, εξ’ Αμβούργου, έχει αποφασίσει να επισκεφθεί τον άρρωστο εξάδελφό του, Γιοάχιμ Τσίμσεν, στο σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας. Τρεις εβδομάδες θα εγκαταλείψει τη ζωή στα πεδινά και θα ανέβει στο όρος, από όπου το θεραπευτήριο θωρεί «αφ’ υψηλού» τον κόσμο. Εκεί ο αινιγματικός δρ. Κροκόφκσι που φλυαρεί ακατάσχετα στις λέσχες του, επιμένει πως κανείς οργανισμός δε μπορεί να θεωρείται απόλυτα υγιής, εκεί οι νεκροί κατηφορίζουν τις πλαγιές πάνω σε έλκυθρα προτού χαράξει, για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους ζωντανούς που ολημερίς θερμομετρώνται και μαθαίνουν να συμβιβάζονται με την εξίσωση τους μπρος στο θάνατο, εκεί το κλίμα εκβιάζει την εμφάνιση κάθε λανθάνουσας νόσου, προκειμένου να επιστρατευτούν τα κατάλληλα μέσα για την καταπολέμησή της.

Εκεί και η φτωχή καρδιά του Χανς Κάστορπ θα αρχίσει να βρυγχάται μες στο στήθος του σε ακανόνιστους ρυθμούς, θα εκδηλωθούν τα πρώτα ρίγη ως απόρροια στα δέκατα που ταλανίζουν ανεξήγητα το κορμί του, εκεί η αγαπημένη του Μαρία Μαντσίνι που την καπνίζει μετά μανίας, θα απωλέσει τη στιβαρή της γεύση, κι ο ίδιος τη φαινομενική υγιή του υπόσταση. Ο βραβευμένος με το Νόμπελ του 1929, Τόμας Μαν, ανάμεσα στα γνωστότερά του έργα, «Μπούντενμπρουκς» (1901), «Ο θάνατος στη Βενετία» (1912), «Δόκτωρ Φάουστους» (1947), και άλλα πολλά, στο εκτενέστερο από τα αριστουργήματά του και βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες του ίδιου και της συζύγου του, «Μαγικό Βουνό», ειρωνεύεται, αυθυποβάλλει και αναγκάζει το νεαρό ήρωά του να νοσήσει, ώστε να παρατείνει με αυτόν τον τρόπο τη συγκλονιστική παραμονή του στο σανατόριο.

 

Επτά ολόκληρα χρόνια θα περάσει ανάμεσα στο λογοτέχνη Σεττεμπρίνι για τον οποίον, ουμανισμός είναι ο αιώνιος έρωτας για την ανθρωπότητα, την ορθόστηθη Μαρούσγια, στην ομορφιά της οποίας η αναλγησία της αρρώστιας δεν κάνει χάρες ούτε και παζάρια, τη μυστηριώδη μαντάμ Σοσά ή αλλιώς Κλάβντια, για την οποία η ανομολόγητη έλξη που τρέφει, είναι μια θεσπέσια μελωδία, μόνο που οι στίχοι είναι λιγάκι μπερδεμένοι, και τον Γιοάχιμ, του οποίου τα στρατιωτικά καθήκοντα έχουν ματαιωθεί επ’ αόριστον. Την ίδια στιγμή ο Χανς ξετυλίγει φιλοσοφικά μασούρια, που αποτελούν το μικροσκόπιο της σκέψης και πειστική δικαιολογία στη μελαγχολία της ανίας.

Στο σανατόριο του Μπέργκχοφ η πολιτική και η Λογοτεχνία μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, καθώς και οι δύο ασχολούνται με ευειδή λόγια, το ερωτικό αίνιγμα είναι εκείνο που κρατά τον άνθρωπο σε εγρήγορση, μια και ο έρωτας είναι εφευρετικότατος στις δυσκολίες και πάντοτε δείχνει την επιείκειά του στα μαγικά πλάσματα που ερχόμενα στον κόσμο, δίνουν ραντεβού για να συναντηθούν, το κράτος υποδουλώνει το άτομο στο διάβολο, οι άρρωστοι σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας τη δική του χαριστική βολή, και οι κάθε λογής σκέψεις είναι ψύλλοι που μεταπηδούν από άνθρωπο σε άνθρωπο χωρίς όμως να τους τσιμπούν όλους.

 

Εκεί όπου κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι η «Τέχνη της αποπλάνησης» και φουσκώνει τα μυαλά των κυριών, εκεί που κάθε μορφή ζωής διαθέτει υποτυπώδη συνείδηση της ύπαρξής της, επιδεινώνεται η κατάσταση του Χανς. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, στο κρεβάτι που τόσοι πριν από εκείνον έχουν χάσει τη ζωή τους, θα αναρωτηθεί πόσο γρήγορα περνά μια σειρά ημερών για όσους είναι υποχρεωτική η κατάκλιση. Θα διαβάσει επιστημονικά εγχειρίδια, θα δοκιμάσει ενέσεις που δημιουργούν καφαλαλγίες, ανορεξία, απώλεια βάρους, ατονία και σταθερό πυρετό, και θα συναντήσει ανθρώπους που ο αναγνώστης διψά να διερευνήσει, και να «ξεσκεπάσει». Όλοι πλέον αποδέχονται τον Χανς που αν και σε καλύτερη κατάσταση, δεν παύει να τους μοιάζει, αλλά και ο ίδιος δείχνει ιδιαίτερο ζήλο για όσους υποφέρουν γύρω του.

Οι επαφές του με τον Ιησουΐτη Νάφτα που διατείνεται αλλόκοτα πράγματα και δεν θα είχε κανένα απολύτως κώλυμα να υποστηρίξει ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη Γη, πυροδοτούν διαλόγους κατά τους οποίους το να ειρωνεύεσαι την αλήθεια θυμίζει ουσιαστική και εύστοχη φιλοσοφία. Ο Χανς αποδεικνύει πως ένας φιλόσοφος που απέχει από εποικοδομητικές συζητήσεις μοιάζει πυγμάχος που αποφεύγει εντέχνως το ρινγκ.

Η παρατήρηση της ενοχλητικής και ημιμαθούς κυρίας Στερ, της δεκαεξάχρονης Λάιλα Γκέρνγκρος που λαμβάνει λουλούδια από τον ίδιο και τον Γιοάχιμ με εγκάρδιες ευχές για ταχεία ανάρρωση ενώ η καθοδική πορεία της υγείας της γίνεται ολοένα και καθοδικότερη, του επιληπτικού Πόποφ, της γλυκιάς Κάρεν Κάρστετ με την οποία θα δεθούν τα δύο ξαδέλφια, του Φριτς Ρόντμπαϊν που πληρώνει έξι φράγκα κάθε μπαλόνι οξυγόνου, κι ας είναι ήδη βεβαρημένη η υγεία του, θα μεταφέρει στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα του σανατορίου, και θα προετοιμάσει την αποχώρηση του Γιοάχιμ. Η μοίρα του ως στρατιωτικού, δε μπορεί να περιμένει άλλο. Τον κελεύει να την ακολουθήσει, και ο Χανς θα μείνει πίσω μόνος και γητεμένος να περιμένει την επάνοδο της Κλάβντια, η οποία από καιρό έχει αφήσει πίσω της το Μπέργκχοφ, με την υπόσχεση να γυρίσει.

 

Όταν ο Γιοάχιμ επιστρέφει στο σανατόριο, είναι πάλι για λίγο, κι όταν θα φύγει, η αποχώρησή του από τη ζωή αυτή τη φορά θα ακολουθηθεί από τρεις τιμητικές ομοβροντίες, και ο Χανς με τα πολλά θα δώσει το πρώτο του παθιασμένο φιλί στη γυναίκα που του έμαθε πως είμαστε όλοι γεννημένοι για έρωτα, καθώς είναι η αφετηρία της ύπαρξής μας και ο προορισμός της, και πως εκεί που ο θάνατος έχει το στερνό λόγο, μας διδάσκει πως είναι επείγον να αγαπήσουμε.

 

Όταν ξεσπά ο μεγάλος πόλεμος, ο Χανς Κάστορπ που τόσο δείχνει να αγαπά την ιδρυματοποίησή του και το μέρος, στο οποίο από επισκέπτης, κατέληξε τρόφιμος, θα επιδείξει την ανδρεία του μες στους οδυρμούς του σκοτωμού. Φεύγει και αυτός με τον τρόπο που εμφανίστηκε. Ξαφνικά, τον καταπίνει μια έκρηξη, και ίσως είναι η έκρηξη της ψυχής του ίδιου του δημιουργού του, ο οποίος ξέρει καλά πως η τέχνη του μυθιστορήματος μας κάνει όλους μετανάστες, βρίσκοντάς μας καταλύματα παντού, και ίσως την ίδια στιγμή να πρόκειται για την κορδέλα του μεταφραστικού τερματισμού στην εξαιρετική απόδοση του κειμένου από τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο που προσφέρει στον αναγνώστη κάτι τρομακτικό, μα απόλυτα αληθινό: τη βεβαιότητα πως η ζωή μπορεί να σού προκύψει σαν ένα αστείο στο δρόμο για τον τάφο, και πως μόνο η τέχνη του Λόγου, σού δίνει να δεις από την κλειδαρότρυπα ό,τι δεν δύνασαι με άλλον τρόπο.

Οι Εκδόσεις Μεταίχμιο κι ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης, εγκαινιάζουν τη σειρά κλασικής Λογοτεχνίας με ένα βιβλίο – κλεψύδρα, επιβεβαιώνοντας σε αντίστιξη με τον κατατοπιστικότατο πρόλογο της Τίνας Μανδηλαρά, ότι λίγα πράγματα μπορούν να αφήσουν πιο βαθύ σημάδι σε έναν άνθρωπο από τα βιβλία που βρίσκουν το δρόμο για την καρδιά του.