Από τη Γεωργία Κακαλοπούλου 

Συνήθως τα άρθρα μιλούν για την αθώα παιδική ηλικία των περασμένων δεκαετιών, για τα παιχνίδια με πεντόβολα, με τα μήλα, το κρυφτό πίσω από κολώνες ΔΕΗ, πυλωτές και αυτοκίνητα, τα χαχανητά από το κρύο ανέκδοτο ενός φίλου, το τρέξιμο πίσω από τα άμοιρα αδέσποτα σκυλιά , την Πινακωτή… τι;;;; πόσο γλυκά ακουγόταν αυτό το «από το άλλο μου το αυτί!» Το τραγούδι «ήταν ένα μικρό καράβι» που ήταν ά ά αταξίδευτο… και δεν γνωρίζαμε ποτέ γιατί ήταν αταξίδευτο.

Τότε, ναι τότε μπαίναμε στα λεωφορεία για να πάμε εκδρομή και χανόμασταν στο μαγικό τρέξιμο των αγρών προς τα πίσω. Βιαστικοί εκείνοι, πότε φορτωμένοι με βαριά πράσινα κοσμήματα, πότε ντυμένοι με χρυσά φορέματα, παρέα με τα τραγούδια που έπαιζε το άχαρο γουόλκμαν μας, απορροφούσαν όλες τις σκέψεις, τα προβλήματα, τους νταλγκάδες και τους κρυφούς έρωτες και μας μάθαιναν πως αυτός ο κόσμος, ο μεγάλος, ο μικρός, έχει ένα τρόπο να προχωρά να φεύγει, να γλιστρά,- αργά ή γρήγορα δεν έχει σημασία-, πάντα όμως να προχωρά και μαζί του να προχωρούμε κι εμείς, σπαταλώντας σωστά τον μικρό μας χρόνο, σε αγκαλιές και σε αγγίγματα, σε λόγια και σε ψίθυρους, σε τραγούδια και χορούς, σε εμάς και σε άλλους ανθρώπους κι όχι μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, κινητού ή άλλης ψεύτικης, αδιάφορης, ψυχρής συσκευής που καταναλώνει το μυαλό, μουδιάζει τις ψυχές μας, νεκρώνει τις αισθήσεις μας.

Όχι… εγώ θα μιλήσω σήμερα για τους ανόθευτους ανθρώπους που τριγυρνούσαν ακόμη εκείνον τον καιρό σε τούτον τον κόσμο. Εκείνους τους παλιούς, τους ξεθωριασμένους από πολέμους και πείνα, που κρατούσαν όμως μέσα στα μάτια τους την γεύση από την ψίχα ενός ζεστού, ολόφρεσκου ψωμιού, το φτερούγισμα από έναν αλήτη γλάρο και την γλύκα ενός κατακόκκινου γλειφιτζουριού έξω από μια εκκλησιά, σε γιορτή Αγίου!

Αυτοί οι άνθρωποι, ήξεραν να αγαπούν με διαφορετικό τρόπο.

Να σε σέρνουν στο σπίτι τους για καφέ ενώ περνούσες βιαστικός από το δρόμο, να μοιράζονται το λιγοστό ξεροκόμματο τους μαζί σου, να μη ζητούν ποτέ τίποτε από εσένα, να μην απαιτούν και να μην περιμένουν παρά να χαίρονται που υπάρχουν και υπάρχεις και μπορούν και γεύονται στιγμές και γέλια και βάσανα παρέα σου.

Αυτοί οι άνθρωποι, έκαναν προσεκτικά το σταυρό τους, γιατί ήξεραν πως ο σεβασμός για το Θεό, σημαίνει σεβασμός για τον εαυτό τους, για τον Άνθρωπο.

Αυτοί μιλούσαν τρέμοντας για την πατρίδα, γιατί είχαν βιώσει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να την χάνεις, να σου ξεφεύγει από τα χέρια και να πηγαίνει σε ξένα.  Αυτοί γνώριζαν καλά πως η ελευθερία είναι πάνω από όλα. Και ελευθερία για εκείνους δε σήμαινε απλώς να μπορούν να μιλήσουν, να κινηθούν, να πιστέψουν ελεύθερα αλλά να ζουν δίχως πάθη, ελεύθεροι από τους ίδιους, τους θνητούς εαυτούς τους.

Στα μικρά τους παραμύθια, φυλούσαν πάντα μεγάλες δόσεις αλήθειας που πότε γλύκαινε και πότε πονούσε τις καρδιές όσων τα άκουγαν. Τα στρώματα τους δεν ήταν φτιαγμένα από πούπουλα και μετάξια, αλλά ήταν ζεστά γιατί φιλοξενούσαν την αγάπη τους που συνήθως κρατούσε μια ολόκληρη ζωή. Το μυστικό τους ήταν πως ήξεραν να κρατάνε γερά ένα χέρι. Να το κρατούν και να μην το αφήνουν εύκολα, να μην το εγκαταλείπουν, να γίνονται κλαριά πλατάνου, να δένονται και να σκαλώνουν, να το περικυκλώνουν, να ανδρώνονται γύρω του.

Πλάτανοι εκείνοι, γεροί μέσα στο εύθραυστο περίβλημα τους, με ρίζες βαθιές που έφταναν σε μυστικά κοιτάσματα ανόθευτου νερού που γέμιζε, που πότιζε τις φλέβες τους.