Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Στα πλαίσια της Σειράς Παγκόσμιας Κλασικής Λογοτεχνίας και με την έκδοση του βιβλίου «Καϊντάν (Ιαπωνικές ιστορίες για παράδοξα πράγματα)», η Εμπειρία Εκδοτική υπενθυμίζει στο ευρύτερο ελληνικό κοινό τον Πατρίκιο Λευκάδιο Χερν, τον ιρλανδοέλληνα συγγραφέα, που έγινε παγκοσμίως γνωστός με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι.
Αν και ο Χερν πέθανε σχετικά νέος – μόλις πενήντα τεσσάρων ετών – ο βίος του είναι εντυπωσιακός, πολυτάραχος και σκορπισμένος στις τρεις από τις πέντε ηπείρους, αφού, προτού πολιτογραφηθεί Ιάπωνας υπήκοος, έζησε στην Ευρώπη και την Αμερική. Το διαζύγιο των γονιών του, η εγκατάλειψή του από αυτούς, αλλά και η μειωμένη όρασή του, εξαιτίας ενός ατυχήματος, είναι τα κυριότερα γεγονότα που τον σημάδεψαν και τον ώθησαν στο χώρο της βιβλιοπαραγωγής, αρχικά ως αναγνώστη και μετέπειτα ως δημοσιογράφο και συγγραφέα.
Τρία περίπου χρόνια λοιπόν μετά την εγκαινίαση του Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιου Χέρν στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας, η Εμπειρία Εκδοτική με τη νέα έκδοση του «Καϊντάν» παραδίδει στο κοινό δώδεκα ιστορίες, σε μετάφραση του Φρίξου Ηλιάδη και με προλεγόμενα του Δημήτρη Κωνσταντάρα.
Το αφηγηματικό περιεχόμενο των ιστοριών αυτών είναι – όπως ακριβώς προϊδεάζει και ο τίτλος τους – παράδοξο και έχουν ως κοινή βάση τον θάνατο, είτε ως ιδέα, είτε ως γεγονός. Ο Χερν με ιδιαίτερη επιδεξιότητα αποτυπώνει μια πλευρά του ιαπωνικού πολιτισμού, που πιθανότατα παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστη σε όσους δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με αυτόν.
Το παράλογο συγχρωτίζεται εντέχνως με το πραγματικό και δημιουργεί την αίσθηση έγκρισης της υπερβατικής θεματικής. Ξαφνικά ο ανέτοιμος αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν χώρο όπου η ύπαρξη των φαντασμάτων, των «ζικινίνκι» (ανθρωποφάγων) ή ακόμη και της μετεμψύχωσης θεωρούνται δεδομένα, αποδεκτά και αναμφισβήτητα.
Οι μικρές αυτές ιστορίες τρόμου, που καταγράφει ο Χερν, είναι τόσο ιδιόμορφες και εξωπραγματικές που δεν προκαλούν φόβο, αλλά απορία και προσκαλούν στη βαθύτερη μελέτη της ιαπωνικής κοσμοθεωρίας, προκειμένου να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε την πηγή προέλευσής τους.
Η δε έννοια του υπερφυσικού επιχειρείται να διασαφηνιστεί σε αρκετά σημεία και από τον ίδιο τον συγγραφέα, όπως επί παραδείγματι στην ιστορία «Για έναν καθρέφτη και μια καμπάνα», όπου αναφέρει:
«Πρέπει να ξέρετε πως η τελευταία επιθυμία ή υπόσχεση κάποιου που πεθαίνει οργισμένος ή αυτοκτονεί θυμωμένος, γενικά πιστεύεται πως κατέχει υπερφυσική δύναμη».
Ως εκ τούτου είναι ευνόητο ότι μέρος της βάσης αυτών των αφηγημάτων πηγάζει από τις υπάρχουσες δοξασίες και τη θρησκευτική επιρροή. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι ο Χερν έζησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε μια δηλαδή περίοδο δίχως αντιστοιχία με τη σημερινή εξέλιξη της ανάλυσης των υπερφυσικού και της κινηματογράφησης, που οικειοποίησαν το κοινό με παρόμοια θέματα.
Σε κάθε περίπτωση είναι επίσης ενδιαφέρον και το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που απέρριψε συνειδητά την καθολική εκπαίδευσή του, ερεύνησε δημοσιογραφικά το Βουντού της Λουιζιάνα και κατέληξε να ασπαστεί τον σιντοϊσμό και τον βουδισμό.
Εκατόν εξήντα επτά χρόνια λοιπόν μετά τη γέννησή του και έχοντας κατακτήσει την αναγνωρισιμότητα τόσο στη θετή του πατρίδα, την Ιαπωνία, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο ο Λευκάδιος Χερν επανέρχεται με την επανέκδοση του έργου του στο ελληνικό προσκήνιο και μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια ιδιάζουσα πτυχή ενός απόμακρου κόσμου.