από την Μάρθα Πατλάκουτζα

-Η μαμά λέει πώς πρέπει να κάνω υπομονή, να μεγαλώσω για να μάθω τον κόσμο. (ήταν επαναστάτρια η μικρή, ησυχία δεν είχε και ήθελε να τα ξέρει όλα)

-Ναι, καλό μου σαν είναι η ώρα σου θα μάθεις τους κόσμους ούλους.

(η μεγάλη γυναίκα είχε συμβιβαστεί, υποχωρήσει από την αρένα της ζωής και γύρευε ένα γαλήνιο μουράγιο να αναπαυτεί)

Πόσοι κόσμοι υπάρχουν γιαγιά;

(άπλωσε τα παχουλά δαχτυλάκια των χεριών της για να τους μετρήσει)

-Τόσους όσους αντέχει η ψυχή σου. Προς το παρόν άσε το μυαλουδάκι σου λεύτερο στον κόσμο της αθωότητας.

(η γριούλα έσφιξε τις χούφτες της… με τις αλήθειες είχε μαλώσει προ πολλού)

 

Τα χρόνια πέρασαν. Το κοριτσάκι μεγάλωσε. Άρχισε να ζει τις επιλογές της. Όταν συγκρούστηκαν με τις επιλογές των άλλων, ήρθαν στιγμές που θυμήθηκε ξανά και ξανά τα λόγια της γιαγιάς. Κατάλαβε. Είχε αφήσει για πάντα τον μαγικό κόσμο των μικρών.

Στην αρχή νόμιζε πως ο κόσμος των ενηλίκων ήταν γεμάτος ομορφιά, όνειρα και επιθυμίες. Στο μυαλουδάκι της τον είχε πλάσει όπως τη βόλευε. Υψηλές προσδοκίες και απαιτήσεις φόρτωσαν την πραγματικότητά της. Ήθελε και ήθελε… χωρίς να ξέρει γιατί ήθελε να θέλει.

Δεν κατάλαβε σε ποιο σημείο έχασε τον εαυτό της.

Το πρώτο ψέμα, η πρώτη προδοσία της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Ο κόσμος του λάθους παραπάτησε και την έκανε να τσακιστεί.

Οι κόσμοι που νόμιζε πως ήξερε αιωρήθηκαν τριγύρω της. Ύψωσε τον δείκτη. Η φωνή της ακούστηκε σαν να έγδερνε τον καμβά ενός ζωγράφου:

«Εσύ κόσμε της αγάπης τι θέλεις; Κόσμε της σάρκας γιατί δεν χορταίνεις ποτέ; Εγωιστή, παντοδύναμε κόσμε τι ζητάς από μένα;» Κανείς τους δεν μπήκε στον κόσμο να απαντήσει.

Η κοπέλα χαμήλωσε το κεφάλι. Δεν της άφησαν άλλο περιθώριο.

Έπρεπε να τους καταστρέψει, για να κρατήσει ζωντανό τον κόσμο της καρδιάς της.

Έπρεπε μόνη της να φτιάξει τον κόσμο της.